Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία του όντος) (10)

Συνέχεια από Πέμπτη, 14 Απριλίου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Του Erich Przywara.


Σε αυτές τις δύο ερμηνευτικές θέσεις, οι οποίες καθορίζουν την τυπική αρχή αντιστοίχως τής θεολογίας της θείας παραδόσεως και της θεολογίας του σταυρού, η σύνοδος του Λατερανού IV προσθέτει την τρίτη θέση -εκείνη η οποία αφορά την σχέση ανάμεσα στον “δημιουργό” και το “δημιούργημα”- σε πλήρη συνέπεια μ’ αυτόν τον τρόπο, με την αντίθεση που έθεσε προηγουμένως στην τριαδικότητα, τήν απόσταση «κάποιου κορυφαίου πράγματος», και με τον τονισμό, στο εσωτερικό τής ίδια τής τριαδικότητος, της διαφοράς ανάμεσα στην «ένωση της αγάπης χάριτι» (η οποία υφίσταται στην κτίση) και την «δεδομένη ένωση μιας ίδιας φύσεως»(η οποία υφίσταται στον δημιουργό), ανάμεσα στην «τελειότητα της χάριτος» που είναι ίδιον του πλάσματος και την «τελειότητα της φύσεως» που είναι ίδιον του πλάστου.

Αλλά αυτό σημαίνει όμως ότι η υπερφυσική μετοχή στον θεό και η υπερφυσική λύτρωση είναι κατ’ ουσίαν ικανότητες τής “κτίσεως” και οι οποίες όχι μόνον δεν καταργούν την ουσιώδη “φύση” αλλά, όπως θα πει στη συνέχεια ο Ακινάτης, προστίθενται στο δικό της «τι πράγμα», «τι ήν είναι», (quid agere) σαν μία “ποιότης” (qualiter agere) και στην “ουσία” της (substantiam actus) σαν ένας “τρόπος” (modum agendi). [Ακινάτης περί αληθείας q.24]. Παρότι στην πραγματική ύπαρξη και στην πραγματική του «τελική μορφή», το πλάσμα φανερώνεται μόνον στην υπερφυσική μετοχή στον θεό και στην υπερφυσική λύτρωση, μετοχή και λύτρωση τού έχουν δοθεί ακριβώς σαν ικανότητες κτιστές, και επομένως σαν ικανότητες οι οποίες ούτε “αντιφάσκουν” ούτε “καταπιέζουν” την “φύση” τής κτιστής πραγματικότητος, αλλά προϋποθέτουν σ’ αυτή «συγκεκριμένες ομοιότητες» και μάλιστα δε την “τελειοποιούν”. Συμμορφούμενη σε αυτή την οντική σχέση, ακόμη και η αποκάλυψη τού θεού εκφράζεται με κτιστή μορφή, μάλιστα δε μέσω «ομοιοτήτων των αισθητών δεδομένων», και η πίστη συνεπώς «προϋποθέτει την φυσική γνώση, όπως η χάρις προϋποθέτει την φύση, όπως η τελειότης προϋποθέτει το τελειούμενο». Η τελειοποιημένη φύση του πλάσματος (και με την οντική σημασία και με την νοητική) είναι λοιπόν η υπέρτατη οπτική γωνία και η καθοριστική! Κάθε αύξηση των υπερφυσικών ιδιοτήτων δεν δείχνει βεβαίως μία «πρόοδο του θεού», αλλά μία πρόοδο του πλάσματος, δηλαδή μια πρόοδο για την οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πάει πέραν όλων των δυνατοτήτων, των ικανοτήτων ή των φυσικών πόθων του πλάσματος (διότι στην δύναμη της υπακοής το πλάσμα, ακριβώς λόγω του ότι είναι κτίσμα, βρίσκεται ολοκληρωτικώς στα χέρια του δημιουργού), μπορεί να συμβεί ακριβώς διότι είναι κτίσμα, και επομένως είναι στ’ αλήθεια μια “πρόοδος” του πλάσματος προς την τελειότητα. Αυτή είναι η σύλληψη της κλασσικής σχολαστικής, η οποία είναι παρούσα στις βασικές της γραμμές στην αποδοχή τής συνόδου του Λατερανού IV, του Pier Lombardo εναντίον του αββά Ιωακείμ: όσο εσωτερική και αν είναι η αυτό-αποκάλυψη τού θεού στην μετοχή και την υπερφυσική λύτρωση, Αυτός είναι ο «κάτι υπέρτατο, άρρητο και ακατανόητο» και όσο μεγάλη κι αν είναι η υπερφυσική ανάβαση του ανθρώπου σε «υιού του θεού» και μέλους του Χριστού, αυτός είναι ακριβώς το δημιούργημα τού δημιουργού, το οποίο χωρίς άλλο είναι «πολύ όμοιο» σ’ Αυτόν και παρ’ όλα αυτά κάθε φορά όλο και περισσότερο διαφορετικό.

Επομένως όσον αφορά το περιεχόμενο η πρακτική θρησκευτική ζωή δεν είναι άλλο από δημιουργημένη, ενώ η «υπερφυσική διάσταση» αφορά μόνον την τυπική πλευρά του τρόπου τής πράξεως: στο μέτρο κατά το οποίο «ο άνθρωπος καθοδηγείται από την αγάπη η οποία ενώνει το πνεύμα του ανθρώπου με τον Θεό». Και αυτή η ίδια η αγάπη (που είναι ο ουσιώδης πυρήνας τής υπερφυσικής διαστάσεως του «υιού του θεού» και «μέλος του Χριστού») δεν είναι παρά ένας “τρόπος” της «φυσικής αγάπης»: διότι η αγάπη του θεού πάνω από κάθε πράγμα και η αγάπη του εαυτού για την δική του αγάπη, καθώς είναι σ’ αυτό το φυσικό αγαθό όλων των πλασμάτων, αφορά όχι μόνον την λογική κτίση αλλά και τα άλλα ζώα και τα άψυχα σώματα καθώς και αυτά μετέχουν στην φυσική αγάπη για το υπέρτατο αγαθό (sommo bene). Η πρακτική θρησκευτική ζωή είναι λοιπόν μία αυξανόμενη πρακτική συνάφεια σ’ αυτή την «φυσική διάσταση» τής δημιουργίας. Και ακριβώς έτσι πραγματοποιείται και η αληθινή «υπερφυσική διάσταση», δεδομένου ότι η «μετοχή στο πρόσωπο και στην φύση του θεού» απαιτεί την συγκατάθεση του θεού στο δημιούργημά του και μάλιστα στην ενσάρκωση του θεού ο ίδιος ο θεός συγκατίθεται και γίνεται ένα πλάσμα σαν ένας «οποιοσδήποτε άνθρωπος». “Κτιστότης”, “φυσικότης”, “φυσική νοημοσύνη”: αυτοί οι όροι είναι βασικοί της κλασσικής σχολαστικής και δείχνουν λοιπόν ότι η έννοια του υπερφυσικού που ανεδύθη από τους Έλληνες πατέρες, στον Αυγουστίνο έφτασε την ωριμότητά της! 

Γι’ αυτό η σχολαστική θεολογία είναι μια «θεολογία λογική και στοχαστική». Είναι πλήρως μια θεολογία τής μοναδικής υπερφυσικής τάξεως τής λυτρώσεως, αλλά μόνον διότι διαπραγματεύεται κυρίως την οντική φύση και την νοητική λογική. Το περιεχόμενο το οποίο αφορά τον τριαδικό θεό αναδύεται μέσω φυσικών κατηγοριών σαν αυτές βάσει των οποίων ο δημιουργός λέγεται «κάτι υπέρτατο (sommo), ακατανόητο και άρρητο», μέσω δηλαδή τών φυσικών κατηγοριών όπως εκείνες λόγω των οποίων η δημιουργία είναι η αρχή και το τέλος του σύμπαντος και επομένως μέσω κατηγοριών που αφορούν την τάξη του φυσικού είναι από την ύλη μέχρι το πνεύμα (σύμφωνα με εκείνη την συνεχή διαβάθμιση η οποία χρησιμοποιείται για παράδειγμα από τον Ακινάτη για να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε ερώτημα, ακόμη και τα πιο “υπερφυσικά”). Το περιεχόμενο είναι λοιπόν το μοναδικό και καθολικό περιεχόμενο της σχέσεως ανάμεσα στον δημιουργό και την δημιουργία, της οποίας κατά συνέπειαν η βασική κατηγορία είναι εκείνη της “αιτιότητος” και συγκεκριμένα της επαρκούς αιτιότητος (causa efficiens), από την στιγμή που σ’ αυτή φανερώνεται μ’ έναν τρόπο καθοριστικό η διαφορά «η κάθε φορά μεγαλύτερη» η οποία υπάρχει ανάμεσα στον δημιουργό ο οποίος είναι ο μόνος Άρχων και την δημιουργημένη κτίση (γι’ αυτόν τον λόγο τελευταίως η εκκλησία, σε αντιπαράθεση με κάθε μορφή μοντερνισμού, υπογράμμισε πολύ σωστά ότι η σχέση ανάμεσα στον θεό και την δημιουργία είναι μια σχέση «αιτίας και αποτελέσματος»). Σ’ αυτό το βασικό περιεχόμενο της “αιτιότητος” αντιστοιχεί στην συνέχεια, από την πλευρά της πράξεως, η «αιτιώδης σκέψη», της οποίας η αυστηρή μορφή προκύπτει από τον συλλογισμό. Και καθώς η αποκάλυψη του θεού μιλά μέσω των «αναλογιών των αισθητών δεδομένων», δηλαδή στο φυσικό στυλ της κτιστής πραγματικότητος, παρομοίως μόνον  μ’ έναν κτιστό τρόπο και εκ μέρους ενός πλασμένου θεολόγου αυτή προσλαμβάνεται, κατανοημένη και επαναπροσφερόμενη, σε μία σκέψη, δηλαδή ανθρώπινη ακριβώς η οποία σκέπτεται τα δεδομένα στις αμοιβαίες σχέσεις τους και επομένως σύμφωνα με την θεμελιώδη σύνδεση της «αιτίας και του αποτελέσματος», δηλαδή αιτιωδώς.


Μόνον έτσι η θεολογία του “Λόγου” και του “πνεύματος” ωριμάζει, διότι μόνον έτσι η μετοχή του Λόγου και του Πνεύματος, των αυθεντικά θείων, γίνεται κατανοητή σαν «μια πράξη του θεού προς το εξωτερικό», δηλαδή προς την δημιουργία και προς την μορφή την αυθεντικά κτιστή. Αναλογικώς με τον τρόπο με τον οποίο για τον Ακινάτη ο θεός φανερώνεται «sommo, υπέρτατος» ακριβώς μέσω της δημιουργίας πλασμάτων που είναι αυτόνομα πραγματικά και πρακτικά, έτσι και το αληθινό του Πνεύμα και ο αληθινός του Λόγος φανερώνονται ακριβώς καθότι χρησιμοποιούν σαν όργανο την λογική του ανθρωπίνου πνεύματος, του νοητού και υγιούς. Ακόμη και ο Χριστός, ενσαρκωνόμενος, δεν φανερώθηκε στην αποκλειστικότητα του θείου Λόγου, αλλά σαν ένας σωματικός άνθρωπος κατέχων ένα ανθρώπινο πνεύμα!

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: