Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (20)

Συνέχεια από:Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ  
ΤΟΥ ENRICO BERTI.

Κεφάλαιο ΙΙΙ.
        
  Η αντίφαση επί τό έργον, δηλαδή η διαλεκτική σαν δομή της φιλοσοφίας στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.

1. Ένα αποφασιστικό  και καθοριστικό βήμα οπωσδήποτε, πρός την έννοια τής διαλεκτικής σαν την ίδια την δομή τής φιλοσοφικής συζητήσεως, έχουμε με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, χάρη στην ανακάλυψή τους τής αυθεντικής αποτελεσματικότητος τής αντιφάσεως, η οποία δέν εξορκίζεται, δηλαδή δέν αποκλείεται πλέον απο την άσκηση της σκέψης, όπως στην περίπτωση των Ελεατών, ούτε απολυτοποιείται, δηλαδή χωρίς να θεωρείται αξεπέραστη, όπως στην περίπτωση των οπαδών του Ηράκλειτου. Η τιμή ανήκει χωρίς αμφιβολία στον Σωκράτη, ο οποίος κατόρθωσε να αποθησαυρίσει την ανακάλυψη του Ζήνωνος, τής αναιρέσεως μέσω τής μειώσεως σε αντίφαση και ταυτοχρόνως την συνήθεια του Πρωταγόρα να ανταλλάζει στην μακρυά ομιλία των Ρητόρων την σύντομη ομιλία του διαλόγου, δηλαδή τής συζητήσεως μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων, εισάγοντας την πρώτη στην δεύτερη και συστήνοντας μ'αυτόν τον τρόπο, αυτή που έμελλε να παραμείνει στην ιστορία σαν η ιδιαίτερη ελληνική μορφή της διαλεκτικής. Αυτό έγινε δυνατό χάρη στην αναγνώριση εκ μέρους του Σωκράτη, της λειτουργίας τής αντιφάσεως σαν αποκαλύπτουσας μία αστήρικτη θέση από την σκέψη και επομένως της παραδοχής τής αρχής τής μή-αντιφάσεως.
          Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε με συντομία αυτή την θέση, μέσω των πρώτων διαλόγων του Πλάτωνος, αυτούς που έχουν χαρακτηριστεί σαν "σωκρατικοί", όπως είναι ο Ευθύφρων, ο Ιππίας μείζων, ο Χαρμίδης, ο Λάχης, ο Λύσις και το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας. Έχουν σάν κοινό τους χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δέν ολοκληρώνουν, δέν δίνουν μία απάντηση στην ερώτηση, η οποία γενικώς διατυπώνεται σαν "τί είναι;" ένα πράγμα και συγκεκριμένα μία αρετή, μία αξία, το άριστο πράγμα. Ο Αριστοτέλης επικυρώνει την αυθεντικότητα αυτής τής έλλειψης συμπεράσματος εκ μέρους του Σωκράτη δηλώνοντας συχνά ότι ο Σωκράτης ερευνούσε τον ορισμό τών διαφόρων αρετών (δικαιοσύνη, κουράγιο, κ.τ.λ), αλλά περιοριζόταν να θέτει ερωτήσεις χωρίς να δίνει απαντήσεις, διότι ισχυριζόταν ότι δέν γνώριζε (Ηθ. Νικομ. IV 13, 1127 b 22-26).
          Το πρώτο στοιχείο της φιλοσοφικής θέσης τού Σωκράτη είναι αναμφίβολα η ερώτηση και συγκεκριμένα η ερώτηση "τί είναι;" δηλαδή η ουσία των διαφόρων αρετών: στον Ευθύφρωνα ρωτά: "Τί είναι η αγιότης;" στον Ιππία, "τί είναι το κάλλος;", στον Χαρμίδη "τί είναι η σοφία;", στον Λάχη "τί είναι το κουράγιο;", στον Λύση "Τί είναι η φιλία;", στο 1ο βιβλίο της Πολιτείας, "τί είναι η δικαιοσύνη;" Συνήθως δίνεται έμφαση σε δύο πλευρές αυτής της ερωτήσεως, δηλαδή στο γεγονός ότι εκφράζει μία προβληματιζόμενη στάση  δηλαδή την επίγνωση ότι δέν γνωρίζει και μαζί την επιθυμία της γνώσεως και το γεγονός ότι έχει σαν αντικείμενο τον ορισμό, δηλαδή στην ουσία το καθόλου. Και οι δύο αυτές πλευρές, ιδιαιτέρως η δεύτερη, είναι η μεγάλη πρωτοτυπία της θέσεως του Σωκράτη και αποτελούν μία αληθινή στροφή στην ιστορία της φιλοσοφίας. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει στην έρευνά μας, είναι μία άλλη πλευρά της ερωτήσεως τού Σωκράτη, δηλαδή το γεγονός ότι εισάγει στον διάλογο και δείχνει επιπλέον στον διάλογο τον ιδιαίτερο "τόπο" του φιλοσοφείν. Δέν έχει νόημα να ρωτήσουμε εάν δέν απευθύνεται η ερώτηση σε κάποιον, σε έναν συνομιλητή με τον οποίο βρισκόμαστε σε διάλογο, από τον οποίο δηλαδή αναμένεται μία απάντηση!
          Έτσι λοιπόν είναι δυνατόν, η γνωστή αυτοβιογραφική αφήγηση του Φαίδωνος, στην οποία ο Σωκράτης διηγείται ότι από νέος ενθουσιαζόταν με την έρευνα τής φύσεως (περί φύσεως ιστορία) δηλαδή με την άμεση παρατήρηση των φαινομένων, αλλά ότι στην συνέχεια, απογοητευμένος από την ανάγνωση ενός βιβλίου τού Αναξαγόρα, αποφασίζει να καταφύγει στους λόγους και να ψάξει σ'αυτούς την αλήθεια των όντων (Πλάτωνος Φαίδων 96Α - 99Ε), να σημαίνει όχι μόνον, όπως πιστεύεται συνήθως, ότι μετέφερε τους υπολογισμούς του από το αισθητό επίπεδο στο εννοιολογικό, αλλά επίσης ότι μετακινήθηκε από την άμεση παρατήρηση της φύσης, που ήταν μία τυπική στάση των πρώτων φιλοσόφων, στην εξέταση των ανθρώπων  μέσω του διαλόγου, δηλαδή της ομιλίας, σύμφωνα με την νέα στάση που εγκαινίασαν οι σοφιστές. Για να εκτιμήσουμε σε όλη της τήν σπουδαιότητα αυτή την μαρτυρία τού Πλάτωνος για την στάση τού δασκάλου του δέν πρέπει να ξεχνούμε ότι για τον συγγραφέα των διαλόγων η ίδια η σκέψη δέν είναι παρά ο διάλογος της ψυχής με την ίδια.
          Ο διάλογος είναι η πράξη με την οποία η διαλεκτική συστήνει την δύναμη, την τέχνη, δηλαδή την ακριβή και υπέρτατη πειθαρχία, και επομένως το ξεκίνημα τής φιλοσοφίας από την ερώτηση σημαίνει να τοποθετήσουμε την φιλοσοφία από την αρχή σ'ένα διαλεκτικό πλαίσιο. Τίποτε δέν είναι πιό διαλεκτικό, πιό διαλογικό, απο την ερώτηση. Εάν η ερώτηση, λοιπόν, είναι για τον Σωκράτη, η καταγωγική ουσία της φιλοσοφίας, αυτό σημαίνει ότι για τον Σωκράτη η φιλοσοφία είναι από καταγωγής διαλεκτική. Δέν υπάρχει ερώτηση έξω από τον διάλογο και επομένως η ερώτηση, κάθε ερώτηση, είναι ενδογενώς διαλεκτική.
          Υπάρχει όμως και μία άλλη πλευρά του διαλόγου, δηλαδή της σωκρατικής διαλεκτικής, την οποία δέν προσέχουμε συνήθως. Αυτός που ερωτά όχι μόνον γνωρίζει ότι δέν γνωρίζει και επιθυμεί να γνωρίσει, δηλαδή να μάθει την αλήθεια, αλλά ισχυρίζεται ότι έχει ανάγκη, για να μάθει την αλήθεια, ενός συνομιλητού, δηλαδή ενός άλλου ανθρώπου, όμοιου και παρ' όλα αυτά ατομικά ξεχωριστό από αυτόν. Δέν μπορεί λοιπόν να ανακαλύψει την αλήθεια από μόνος του, έχει την ανάγκη της επικοινωνίας, τής βοήθειας, τής συνεργασίας του άλλου, και επομένως ψάχνει την συμφωνία του. Αυτή την συμφωνία, που ο Πλάτων ονομάζει ομολογία, δηλαδή συμφωνία στις συζητήσεις, αποτελεί, όπως θα δούμε, όχι μόνον το ξεκίνημα τού διαλόγου, αλλά και το τέρμα του, ακόμη και όταν ο διάλογος είναι μία αντιπαράθεση δύο αντιθέτων θέσεων. Εάν λοιπόν η αντίθεση ή απόκλιση, ο δυαλισμός των θέσεων, είναι ουσιώδης, ώστε ο διάλογος να είναι επαρκής (διαφορετικά κάποιος θα μπορούσε να τον διαδραματίσει από μόνος του και δέν θα είχε την ανάγκη του άλλου), άλλο τόσο ουσιώδες είναι, τουλάχιστον προσωρινά, κάποιος να υιοθετήσει την θέση τού άλλου, δηλαδή να συμφωνήσει, για να δεί εάν αυτή μπορεί να τον ικανοποιήσει, δηλαδή μπορεί να απαντήσει στην ερώτησή του, μπορεί να ικανοποιήσει την επιθυμία του για αλήθεια; Και είναι εξίσου ουσιώδες, εάν στο τέλος δέν ικανοποιεί η θέση τού άλλου, να φτάσουμε σ' αυτό το συμπέρασμα αφού έχουμε ξεκινήσει από εκείνη και αφού έχουμε εξασφαλίσει την συμφωνία τού άλλου. Μόνον έτσι, θα έχουμε λάβει βοήθεια από τον άλλον, μία συνεργασία. Η συμφωνία, ή ομολογία, συνίσταται λοιπόν από το ξεκίνημά της από την θέση τού άλλου, από την πρόσληψή της σαν προεισαγωγή τής έρευνας, και στην καθοδήγηση και του άλλου σε ένα κοινό συμπέρασμα, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό διαψεύδει την θέση που είχε λάβει εξαρχής. Τα παραδείγματα αυτής της ανάγκης μίας συμφωνίας που μπορούμε να αντλήσουμε απο τους Πλατωνικούς διαλόγους είναι άπειρα. (Κρίτων 52Α, Πρωταγόρας 350 Α, Γοργίας 416 Β, Συμπόσιο 187 Β, Θεαίτητος 169 Ε). Ο διάλογος λοιπόν, ακόμη και όταν φανερώνει την πιό μεγάλη απόκλιση απόψεων είναι πάντοτε έκφραση επικοινωνίας, εξελίσσεται πάντοτε σε έναν κοινό τόπο, και τα συμπεράσματα στα οποία φθάνει πρέπει να είναι εξίσου κοινά.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: