Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Το μέτρο στην μεταφυσική του Καντ στ

Συνέχεια από: Παρασκευή, 27 Μαρτίου 2015

  Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger

ΙΙ. Το μέτρο του Καντ

Αν με τον τρόπο αυτό έχουμε εντοπίσει την κατεύθυνση τής κριτικής, παρουσιάζονται κατευθείαν οι μεθοδολογικές δυσκολίες τής τελεολογικής-ηθικιστικής μεταφυσικής. Ποιον χαρακτήρα κατέχει η θεμελίωδης επίγνωση αυτής της μεταφυσικής; Πρέπει «να υπάρχει μια κάποια πηγή θετικών επιγνώσεων, οι οποίες ανήκουν στο πεδίο του καθαρού λόγου, και οι οποίες μόνο λόγω παρεξήγησης δίδουν αφορμή να γίνονται σφάλματα, λέει ο Καντ (r.V.A 795 f.). Η επίγνωση δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι απλώς σκέψη, αλλά χρειάζεται-επειδή η σκέψη είναι πεπερασμένη και απλώς διερευνητική-μια συνθήκη, την οποία δίδει το αντικείμενο της σκέψης. «Αυτό όμως το περισσότερο, δεν πρέπει κατ’ανάγκην να αναζητηθεί στις θεωρητικές πηγές της επίγνωσης, μπορεί να βρίσκεται και στις πρακτικές πηγές» (στο ίδιο σημείο, BXXVI Anm.). Η μοναδική, αλλά επαρκής συνθήκη για την αληθινή μεταφυσική, είναι το δεδομένο του ηθικού νόμου, ο οποίος «μας επιβάλλεται χάριν του εαυτού του» (pr. V 7 Anm.). Η συνθήκη αυτή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, δεν είναι «θεωρητική», επειδή στην κυριολεξία δεν μας αφήνει καθόλου χρόνο, να την παρατηρήσουμε απλώς, αλλά απαιτεί κατηγορηματικά την δράση μας, και επίσης, επειδή για τον λόγο αυτό δεν μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τον χρόνο ως «μορφή» θεώρησής της. Έτσι δεν μας επιτρέπει να θεμελιώσουμε πάνω στην καθαρή αυτή θεώρηση την θεωρητική χρήση των εννοιών της μεταφυσικής. Η συνθήκη του ηθικού νόμου δεν προκύπτει από την θεωρία, αλλά από το γεγονός πως ο καθαρός λόγος προσλαμβάνει χωρίς προυποθέσεις αυτό το απολύτως δεδομένο, σαν ο ίδιος να το παραθέτει. Συμφωνα με τα πρακτικά γραπτά του Καντ, αυτό είναι και το νόημα της «αυτονομίας» του καθαρού πρακτικού λόγου. Η λογική αυτή είναι μια ικανότητα προς δεκτικότητα του πρακτικού, και είναι ικανότητα αυθόρμητη, και για τον λόγο αυτό «νομοθετική». Η σκέψη της αληθινής μεταφυσικής γίνεται γνώση, μέσα στην σχέση προς αυτή την δεκτικότητα. Ο δεκτικός καθαρός πρακτικός λόγος είναι μια ικανότητα τού ανθρώπου, ως «όντος που είναι απλώς λογικό». Η σκέψη όμως της πρακτικής μεταφυσικής, η οποία στηρίζεται στην αυθόρμητη αυτή δεκτικότητα, είναι η σκέψη του ανθρώπου ως ανθρώπου. Ο άνθρωπος ως άνθρωπος είναι ον λογικό, που είναι ταυτόχρονα και αισθητηριακό. Η ανθρωπινη σκέψη είναι θεωρητική σκέψη η οποία απαιτεί αισθητηριακή αναπαραστατικότητα. Η «πρακτική» μεταφυσική και επομένως και η κριτική τελεολογία της ανθρώπινης λογικής, είναι ανθρώπινη-θεωρητική σκέψη που έχει ως βάση τον ηθικό νόμο. Η σκέψη αυτή, που είναι «ταυτόχρονα θεωρητική και προακτική» (r.V.A 803), απαντά, σύμφωνα με την υπερβατική διδασκαλία περί μεθόδου, στο ερώτημα: τι μου επιτρέπεται να ελπίζω; Το να ελπίζει κανείς είναι μια συμπεριφορά του ανθρώπου ως ανθρώπου, εφόσον είναι ταυτόχρονα λογικό ον. Αυτό που μπορώ να γνωρίζω μου το λέει ο καθαρός λόγος, σε αναφορά προς αυτό που πρέπει να κάνω. Στην περίπτωση αυτή, κατά την κριτική ο καθαρός λόγος μπορεί να ελπίζει σε κάτι, δηλαδή δεν χρειάζεται να απελπιστεί λόγω σκεπτικισμού. Αυτό που ο κριτικός λόγος μπορεί να ελπίζει, είναι η πραγματοποίηση του «τελευταίου σκοπού του καθαρού λόγου», δηλαδή σύνδεση της αυτόνομης ηθικότητας με την ανάγκη του πεπερασμένου ανθρώπου για για λογική ολοκλήρωση των αισθητηριακών του τάσεων, η ανάγκη δηλαδή ευδαιμονίας: προς ελπίδα δόθηκε στον άνθρωπο ο κόσμος των αισθήσεων, εφόσον δεν είναι απλώς κόσμος των αισθήσεων (προς θεωρία και τεχνική διαθεσιμότητα στην «ελεύθερη αυθαιρεσία»), αλλά εφόσον ως κόσμος των αισθήσεων είναι ταυτόχρονα και σκηνικό ηθικής δράσης. Ως ένα τέτοιο σκηνικό, «πανω στο οποίο πρέπει να εκπληρώσουμε τον καθαρισμό που έχουμε στον κόσμο», ο αισθητός κόσμος είναι ένα σύστημα σκοπών, μέσα στο οποίο εμείς οι άνθρωποι πρέπει να «ταιριάζουμε» (Α819). Ως τέτοιος, ο αισθητός κόσμος αποκαλείται «ηθικός κόσμος» (Α808), ή σύμφωνα με τον Leibniz «βασίλειο του ελέους» (Α 812). Ο κόσμος αυτός δεν είναι απλώς ένα θεωρητικά κατανοητό κάτι, αλλά «το ύψιστο παράγωγο αγαθό», «ο λόγος καθορισμού του οποίου» είναι το «ιδανικό του ύψιστου πρωταρχικού αγαθού», δηλαδή, η λογική έννοια περί του ατόμου είναι: «Θεός» (Α810f). Ούτε τον Θεό, ούτε τον κόσμο, ούτε την δική μας λογική ψυχή, μπορούμε  να γνωρίσουμε, χωρίς την πιο «απομακρυσμένη», ηθική «πρόθεση, δηλαδή το τι πρέπει να γίνει, όταν  η βούληση είναι ελεύθερη, όταν ένας Θεός και ένας μελλοντικός κόσμος (στο τέλος κάθε πράξης ένας πραγματικά ηθικός κόσμος) υπάρχουν» (Α800). Τα πράγματα καθ’εαυτά δεν είναι απρόσιτα στην κριτική, μόνο όταν ελπίζοντας με την σκέψη της  η κριτική υπηρετεί την ηθική. 
Συνεχίζεται 

Σχόλιο: Τό έσχατο καί ελεεινότερο κατάντημα τής αναλογίας, πού γέννησε ο Ακινάτης μέ τήν βοήθεια τού Αρεοπαγίτη. Αυτόν τόν Θεό τού Κάντ εισήγαγαν οι οργανώσεις καί εκλέπτυνε ο Γιανναράς διά τού Προσώπου. Αυτό τό πρωτείο τού ηθικού νόμου καθορίζει τήν σημερινή εκδοχή τής εκκλησίας καί τήν προτεραιότητα τού κανόνα. Τό πρωτείο δέ τής δράσης κραδαίνεται σάν ρομφαία από τούς αποτειχισμένους, σάν τό άκρον άωτον τής πίστεως. Υπάρχει καί στά εγγλέζικα η λέξη κάντ.
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: