Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΑΘΕΟΥΣ (7)

Συνέχεια απο : Δευτέρα, 15 Ιουλίου 2013

Η ΑΙΩΝΙΑ, ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
 ΤΟΥ Franco Ferrarotti.
Μετα-Χριστιανικοί στοχασμοί.
 Η ΑΙΩΝΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Η τεχνολογία σαν εφαρμοσμένη επιστήμη που βιάζει την Φύση.

8. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΣΑΝ ΑΙΩΝΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEik_dP05iiDXr-lXBCCly5vBLhiMshUBhll1brppIPhy_jSkB5UmRWtuMRrUsS2xiPjO3Lp8OcfthwVDZvISLJV0bN1pnI5ZAKDn7Sv0XfkLFH3x3QXad1OLxY-DI09LPCyM1YZJazdlEw/s1600/Auguste+Comte,.jpg
Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ή αναίτιο το γεγονός πώς ο ιδρυτής της κοινωνιολογίας, ο Auguste Comte, τελείωσε την καριέρα του και κατά κάποιο τρόπο στεφάνωσε την σκέψη του με την πρόταση συστάσεως μίας θρησκείας του Μεγάλου-Είναι (religion du Grand Etre) δηλαδή της ανθρωπότητος καθεαυτής - μία θρησκεία με τέτοια δυνατή οργάνωση και ιεραρχία, που ανάγκασε μερικούς να σκεφτούν πώς επρόκειτο για έναν «καθολικισμό χωρίς Χριστιανισμό», που όμως η λαϊκιστική προκατάληψη του μεγαλύτερου μέρους των κοινωνιολόγων του περασμένου αιώνος και των πρώτων χρόνων του αιώνος τούτου, με πλήρη απουσία ευαισθησίας για τα θρησκευτικά πράγματα (unmusikalisch, όπως είπε ο Max Webber), βιάστηκε να θάψει στην αδιαφορία και στην ψύχραιμη ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζονται συνήθως οι παραξενιές αυτού του στοχαστού που διαφορετικά είχε θεωρηθεί ιδιοφυής. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τον ΝΕΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ του ώριμου Saint-Simon παρότι ο ίδιος δεν φαίνεται να κατανοεί την αξεπέραστη αντίφαση ανάμεσα στον Χριστιανισμό σαν «θρησκεία της αδελφότητος» και στην λογική των βιομηχανικών κοινωνιών, τις οποίες περιγράφει και κατά ένα μέρος προβλέπει και την οποία κοινωνία σχηματοποιεί σαν ουσιαστικώς εκλεκτική, αξιοκρατική και απολύτως παραγωγική.  
 
Βάσει των κλασσικών της κειμένων, η κοινωνιολογία μπορεί πραγματικά να κατανοηθεί σαν μία αναποδογυρισμένη Θεολογία. Πιο συγκεκριμένα πιστεύω ότι είναι δυνατόν να υποστηριχθεί η θέση πώς η κοινωνιολογία τίθεται σαν το βασικό όργανο της σύνδεσης ανάμεσα στις ηθικές αρχές και την κοινωνική πρακτική, δηλαδή σαν το ουσιώδες μέσον μίας ηθικής ριζωμένης ιστορικά και όχι μόνον αφηρημένα και άγονα κηρυττόμενης. 

Η κοινωνιολογία λοιπόν σαν εξανθρωπισμένη θεολογία. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως εμφανής και εύγλωττη στον Emile Durkheim και ανακαλεί επίσης τις Αρχές της φιλοσοφίας του Μέλλοντος του Φωϋερμπαχ, εκεί όπου η Θεολογία μεταμορφώνεται και αντιστρέφεται σε ανθρωπολογία. Στην κοινωνιολογική προοπτική, η ηθική χάνει το μεταφυσικό της πάτημα και θεμελιώνεται σαν «τεχνική της συμβιώσεως». Ο κοινωνιοκεντρισμός του Ντυρκχάϊμ δείχνει αρκετά συνθετικά την πρόοδο της Θεοποιήσεως που προσπαθεί να πετύχει η κοινωνία για τον εαυτό της. Έτσι ανοίγει εδώ και το μεγάλο ερώτημα: μέσω ποιών εργασιών και ενεργειών οικοδομήθηκε και στερεώθηκε η μοντέρνα συνείδηση;

Παρατηρήθηκε πώς η Χριστιανική Θεολογία κατασκεύασε ένα είδος μεμβράνης, μία ταινία, εντυπωσιακή και τροποποιημένη ταυτόχρονα, μέσω τεχνικών εκφοβισμού και πειθούς σχεδόν εκλεπτυσμένων, ανάμεσα στις οποίες, πρώτη απ’όλες, ήταν η πνευματική καθοδήγηση. Το καινούργιο γεγονός όμως, του αιώνος τού διαφωτισμού, είναι η ανακάλυψη πώς ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος μόνον από καθαρή και διαφανή νόηση, αλλά διαθέτει επίσης εκείνο το σύνολο από πάθη, ανάγκες επιθυμίες, ένστικτα εναντίον των οποίων οι φιλοσοφίες και οι απαισιόδοξες παραδοσιακές Θεολογίες, δεν είχαν σταματήσει να πετούν διάφορα αναθέματα. Συμπερασματικά, όλα τα συστήματα και τα πολιτικά δόγματα, έχουν προσπαθήσει τους δύο τελευταίους αιώνες να επαναθεμελιώσουν την κοινωνία μέσω μιας νέας άρθρωσης της λογικής, με τις ορμές και τις ωθήσεις, γύρω από το κεντρικό θέμα που εκφράστηκε ήδη στα 700 : πώς είναι δυνατόν να μεσολαβηθεί η αρχή της volonte generale με την πραγματικότητα την τόσο πραγματική και αμείωτη και αναλλοίωτη των παθών, των αναγκών και των επιθυμιών των μοναδικών ατόμων; Η απάντηση στο ερώτημα βρέθηκε στην διαβεβαίωση πώς ανήκει στην κοινωνία μόνον αυτός που υπογράφει τους γενικούς θεσμούς λειτουργίας και επομένως προσπαθεί να σεβαστεί τους κανόνες. 

Υπάρχει επομένως στην βάση της πολιτισμένης κοινωνίας, και στην ηθική της, ένας εξορκισμός: η καταπίεση όλων των ορμών που, δίκαια ή λανθασμένα, μπορεί να εκπληρωθούν σαν ασυμβίβαστες με την κοινωνική τάξη. Η δυνατότης μιας «Φυσικής Θεολογίας» πρέπει να λογαριαστεί καταρχάς μ’αυτή την συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση. Η λογική εγκατέλειψε το άτομο για να μεταφερθεί στο εσωτερικό των βασικών κοινωνικών θεσμών, τυπικώς κωδικοποιημένων και από-υποκειμενοποιημένων. Γι’αυτόν τον λόγο η τεχνολογία βρίσκει τον δρόμο ολάνοιχτο προς την απόλυτη κυριαρχία.

Σ’αυτό το σημείο πρέπει ίσως να εξεταστούν λεπτομερειακά οι «ιδεαλιστικές ψευδαισθήσεις». Μία φυσική Θεολογία μπορεί να φανεί πιο εύκολα κατανοητή στο εσωτερικό των πανλογικών συστημάτων της διαλεκτικής νοησιαρχικής μεταφυσικής, στις ακραίες μάλιστα μορφές της. Σ’αυτά τα συστήματα η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και στο άτομο λύνεται δραστικά μέσω της έννοιας του «ηθικού Κράτους» που υποτίθεται πώς αφομοιώνει στον εαυτό του τις ατομικές μοναδικότητες, εξασφαλίζοντας τες με απόλυτη σημασία, απέναντι στις τυχαιότητες, στις συμπτώσεις, του πραγματικού εμπειρικού κόσμου, αλλά πληρώνοντας το κόστος να τις εξαλείψει σαν μοναδικότητες. Διότι ο πραγματικός κόσμος των ανθρώπων αντιστέκεται στις κωδικοποιήσεις. 

Ο ιδεαλιστής στοχαστής μπορεί να υπερβεί εννοιολογικά το εμπειρικό στοιχείο της ζωής και να το θεωρήσει ένα απλό και τυχαίο σύμπτωμα, μπορεί να υπερβεί την κάθε περίσταση και να την εξαντλήσει στην καθαρή σκέψη. Όμως οι γυμνές αντικειμενικές διαδικασίες αντιστέκονται. Η λογική τους, που είναι εκείνη της καθημερινότητος σαν εμπειρίας της ζωής, δεν υπακούει στην εννοιολογική νόηση του απολύτου ιδεαλισμού. Η συνείδηση πρέπει να παραδοθεί και να λογαριάσει την λογική βάση των σημασιών, των νοημάτων. 

Υπάρχουν αδυναμίες και ανθρώπινα βάσανα που δεν φαίνονται έτοιμα να τακτοποιηθούν στα σχήματα μίας προσχεδιασμένης διαλεκτικής. Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να υποθέσει πώς μπορεί να γίνει Θεός, σκεπτόμενος το σύμπαν, και γι’αυτό τοποθετώντας το και δημιουργώντας το. Αλλά ο θάνατος, αυτό το δυσάρεστο δυστύχημα το οποίο κανείς δεν κατορθώνει να σκεφθεί μέχρι τα βάθη του όταν πρόκειται για τον εαυτό του (όπως ισχυρίζεται και ο Φρόϋντ), συνεπής σαν ταχυδρόμος που μοιράζει τα γράμματα, σκληρός και επίμονος, ομολογεί με μία απλότητα που ούτε ο πιο ικανός σοφιστής θα μπορούσε να αντικρούσει, το αγωνιώδες  πεπερασμένο μας, την θνητότητα μας. 

Εάν ξύσω τον άνθρωπο θα βρώ τον Γερμανό είχε πεί ο Μάρξ. Όμως εάν ξύσουμε τον άνθρωπο με το Α κεφαλαίο, εκείνον της μεγάλης ευρωκεντρικής και ανθρωπιστικής παραδόσεως, θα βρούμε τον αληθινό άνθρωπο, τον ζωντανό και ιστορικά καταχωρημένο, ιστορικά προσδιορισμένο, πεπερασμένο και περιορισμένο ασφαλώς, αλλά αυθεντικό ταυτοχρόνως: διότι δεν είναι φάντασμα, μία καθαρή νοητική κατασκευή, αλλά σάρκα και αίμα, συγκεκριμένη πραγματικότης, ρίσκο και μοίρα. 

Συνεχίζεται 

Αμέθυστος

Δείτε εδώ όλες τις προηγούμενες αναρτήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: