Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (6)


Συνέχεια από Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

9. Και βεβαίως κατά τον θείον Παύλον το άγιον Πνεύμα λέγεται Πνεύμα και νους Χριστού, όπως λέγει περί του Πνεύματος ο Μέγας Βασίλειος γράφοντας στις πραγματείες Προς Ευνομιανούς· «το ότι το Πνεύμα είναι εκ Θεού ανεκήρυξε τρανώς ο απόστολος λέγων ότι “το Πνεύμα εκ του Θεού ελάβομεν” και κατέστησε σαφές ότι προήλθε δι’ Υιού, ονομάσας αυτό Πνεύμα Υιού ως Θεού, και ειπών αυτό επιπλέον νουν Χριστού, καθώς και Θεού Πνεύμα, όπως το του ανθρώπου».

Καθώς λοιπόν κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του νου και στον καθένα τους ανήκει ο οικείος του νους, αλλά δεν είναι εξ αυτού, αλλά εξ εκείνου από τον οποίον είναι και αυτός, δεν είναι λοιπόν αυτού ο οικείος νους έκαστου παρά μόνον κατ’ ενέργειαν, έτσι και το θείον Πνεύμα φυσικώς ενυπάρχον στον Χριστόν ως Θεόν, είναι και πνεύμα και νους αυτού. Και κατά μεν την ενέργεια είναι αυτού και εξ αυτού, ως εμφυσώμενον και πεμπόμενον και φανερούμενον, κατά δε την ύπαρξιν και την υπόστασιν είναι μεν αυτού, όχι δε εξ αυτού, αλλά εκ του γεννήσαντος αυτόν.

10. Για να αντικρούσουμε όμως από παντού τις επιθέσεις σου κατά της αληθείας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, υπάρχων φυσικώς (φύσει ών) εκ του Θεού, φυσικώς (φύσει) γεννάται, αλλά δεν γίνεται κατά χάριν εκ του Πατρός. Επειδή δε ο γεννών είναι πηγαία θεότης και πηγή θεότητος, πηγάζεται ο γεννώμενος. Επειδή δε μόνος ο Πατήρ είναι πηγή θεότητος και πηγαία θεότης, όπως διακηρύσσουν από συμφώνου ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης και ο μέγας Αθανάσιος, άρα ο φύσει Υιός υπάρχει εκ μόνου του Πατρός, ο δε θέσει Υιός όχι εκ μόνου, αλλά δι’ Υιού εκ του Πατρός, μολονότι κατά χάριν δεν είναι μόνον Υιός αλλά και Πνεύμα· «διότι ο προσκολλώμενος εις τον Κύριον είναι εν πνεύμα», λέγει ο απόστολος. Το δε άγιον Πνεύμα είναι εκ του Θεού, όχι κατά χάριν αλλά κατά φύσιν, όπως και ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι εκ του Θεού. Το δε φυσικώς προερχόμενον (φύσει ον) εκ Θεού Πνεύμα φύσει εκπορεύεται εκ του Θεού· το δε κατά φύσιν εκπορευόμενο πηγάζεται εκ του Θεού, το δε πηγαζόμενον εκ του Θεού πηγάζεται από την πηγαίαν θεότητα, η οποία είναι μόνος ο Πατήρ. Άρα το άγιον Πνεύμα είναι φύσει Θεός, εκ Θεού Πατρός μόνου εκπορευτώς πηγαζόμενον. 

11. Αν δε κάποιος δεν παραδέχεται ότι τούτο είναι έτσι, θα ελεγχθεί ότι κακώς φρονεί και περί του Υιού. Διότι σε απόδειξη της αλήθειας τούτης συμμαρτυρεί και ο θεολογικώτατος Γρηγόριος που λέγει, «Τί δεν αποδίδεται ως προσηγορία στο Πνεύμα από τα του Υιού πλην της γεννήσεως;» και «όλα όσα είναι του Υιού είναι και του Πνεύματος, πλην της υιότητος». Ο δε θείος Δαμασκηνός λέγει, «δια τον Πατέρα, δηλαδή δια το είναι τον Πατέρα, έχει ο Υιός και το Πνεύμα όλα όσα έχει, τουτέστι διά το ότι τα έχει ο Πατήρ, πλην της αγεννησίας και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως».

Άρα το καθένα από αυτά δεν έχει το γεννάν και εκπορεύειν· και όπως το Πνεύμα με κανένα τρόπον δεν έχει την γέννησιν, έτσι και ο Υιός με κανένα τρόπον δεν έχει την εκπόρευσιν. Επομένως ο ίδιος όρος ισχύει και δια το Πνεύμα, όπως δια τον Υιόν, πλην του γεννητώς και εκπορευτώς, κατά τα οποία μόνον διαφέρουν αλλήλων.

Και άρα τούτο πρέπει να τηρεί για όλα όποιος θέλει να μην βλασφημεί αλλά να θεολογεί. Όπως δηλαδή είς και μόνος γεννητός υπάρχει, ο Υιός, γι’ αυτό και λέγεται μονογενής, έτσι εν και μόνον εκπορευτόν υπάρχει, το άγιον Πνεύμα· και όπως ο Υιός είναι γεννητός εκ μόνου του Πατρός, έτσι και το άγιον Πνεύμα είναι εκπορευτό εκ μόνου του Πατρός· και όπως ο Υιός είναι αμέσως γεννητός εκ Πατρός, έτσι και το άγιον Πνεύμα είναι εκπορευτόν εκ του Πατρός αμέσως.

12. Βλέπεις ότι το μεν παρατιθέμενο από εμάς είναι έκφανση της αληθείας, συνεκφωνουμένη εξ αιτίας της αθετήσεώς σου προς την αλήθεια; Και διότι παρόν και απόν επιτρέπει να εννοήσουμε το ίδιον. Το δε ιδικόν σου δεν θα μπορούσε να λεχθεί κατά κυριολεξία προσθήκη, αλλά σαφής εναντιότης και ανατροπή του ευσεβούς φρονήματος· διότι εκτρέπει την διάνοια των ακουόντων στο αντίθετον και αντί μιάς επιτρέπει να δέχονται δύο αρχές επί της μιάς θεότητος και προσφέρει διέλευση στην πολυθεϊστική πλάνη. Πράγματι ποιος θα φρονούσε διαφορετικώς όταν ακούει ή λέγει ή πιστεύει ότι το έν προέρχεται εξ αμφοτέρων;

Αλλά, λέγει, δεν υπάρχει τίποτε το άτοπον, εάν κανείς δέχεται μεν δύο αρχές, όχι όμως αντιθέτους, αλλά την μίαν από την άλλην, όπως και ο Γρηγόριος ο θεολόγος λέγει περί του Υιού, «η εκ της αρχής αρχή». Διότι έτσι πάλι μία θα είναι η αρχή και περισώζεται το δόγμα της μοναρχίας. Προς τούτο εμείς λέγουμε ότι και Θεόν εκ Θεού λέγουμε, αλλά ποτέ δύο θεούς.

13. Άλλωστε, αφού η αρχή αυτή σημαίνει (δηλώνει) το δημιουργικόν, θα μπορούσε να πει όχι μόνον δύο, αν και όχι καλώς, αλλά και περισσοτέρους. Διότι αυτή η αρχή είναι τρισυπόστατος· αφού δε είναι κατά φύσιν αρχή, είναι και κοινή· αφού δε είναι κοινή αυτή η αρχή, πώς δεν θα την έχει και το Πνεύμα; Και ο Ελιούς δε, συζητώντας με τον Ιώβ για την δικαιοσύνη του Θεού και λέγων «Πνεύμα Κυρίου το οποίον με εποίησεν», δεν χαρακτηρίζει το Πνεύμα ως ποιητικήν αρχήν; Και ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ, ψάλλων «ότι με τον Λόγον μεν του Κυρίου εστερεώθησαν οι ουρανοί, με το Πνεύμα δε οι δυνάμεις των ουρανών», δεν αποδίδει την δημιουργικήν αρχήν όσον εις τον Υιό, τόσον και εις το Πνεύμα; Εάν λοιπόν κατά την άποψή σου δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθούμε δύο αρχές, αφού έχει γραφτεί «η εκ της αρχής αρχή», επομένως και για το ότι έχει γραφτεί και το Πνεύμα ποιητής δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθούμε δύο ποιητάς· ή για το «ότι με τον Λόγον Θεού και το Πνεύμα στερεώνεται η κτίσις», με άλλα λόγια δηλαδή συνίσταται (καθιδρύεται), δεν είναι καθόλου άτοπον να δεχθούμε τρεις αρχές.

Αλλά κανείς από τους θεολόγους δεν είπε πουθενά ούτε δύο ούτε τρεις. Όπως δηλαδή την καθεμία από τις τρεις εκείνες προσκυνητές υποστάσεις καλούμε Θεόν και την καθεμία από τις δύο Θεόν εκ Θεού, αλλά ποτέ δια τούτο δεν αναφέρουμε τρεις ή δύο θεούς, έτσι λέγουμε και αρχήν εξ αρχής, αλλά ποτέ δύο αρχές· διότι ποτέ μέχρι σήμερον δεν ακούσαμε από τους ευσεβείς δευτέρα αρχήν, όπως ούτε δεύτερον θεόν. Αλλά για εμάς εις Θεός και μοναρχία (μοναδική αρχή) είναι το προσκυνούμενον, όχι εκ δύο θεών ούτε εκ δύο αρχών συνιόντα (συνενωθείς) εις εν· διότι το λατρευόμενον (σεβόμενον) από εμάς δεν είναι ούτε κατά τα ίδια μεριστόν. Πραγματικά δε δεν μερίζεται και συνάγεται (συνδέεται) κατά το αυτό· διότι διαιρείται μεν κατά τις υποστατικές ιδιότητες, ενώνεται (ενούται) δε κατά την φύσιν. Εάν λοιπόν τίποτε δεν εμποδίζει να δεχθούμε δύο αρχές, λοιπόν αυτές είναι εκείνες κατά τις οποίες μερίζεται· να ενωθεί λοιπόν πάλι ως προς αυτές είναι αδύνατο· άρα οι δύο δεν είναι μία.

Μάλλον δε επανερχόμενοι στο θέμα και δίδοντες νέα αρχή στην διαπραγμάτευση, ας διασαφήσουμε κατά δύναμιν τα τής μοναρχικωτάτης αρχής, έτσι ώστε να αποδείξουμε ότι ο Γρηγόριος επαξίως φέρει το επώνυμο της θεολογίας και να ελέγξουμε τους δογματίζοντες δύο αρχές του ενός αγίου Πνεύματος, τόσον διότι δογματίζουν τούτο και δεύτερον διότι κακώς το πράττουν.

Αρχαίο κείμενο

9. Καί μήν κατά τόν θεῖον Παῦλον Πνεῦμα καί νοῦς λέγεται Χριστοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθάπερ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν τοῖς πρός Εὐνομιανοῦς περί τοῦ Πνεύματός φησιν γράφων˙ «τό ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα εἶναι τρανῶς ἀνεκήρυξεν ὁ ἀπόστολος λέγων, ὅτι "τό Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐλάβομεν"˙ καί τό δι᾿ Υἱοῦ πεφηνέναι σαφές πεποίηκεν, Υἱοῦ Πνεῦμα ὀνομάσας αὐτό καθάπερ Θεοῦ, καί νοῦν Χριστοῦ προσειπών, καθάπερ Θεοῦ Πνεῦμα, ὡς τό τοῦ ἀνθρώπου».

Καθάπερ οὖν τῶ νἀνθρώπων ἕκαστος τόν οἰκεῖον ἔχει νοῦν καί αὐτοῦ μέν ἐστιν ἑκάστου τούτων ὁ οἰκεῖος νοῦς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐξ οὗπερ καί αὐτός, οὐκ ἐξ αὐτοῦ τοίνυν ἑκάστου ὁ οἰκεῖος νοῦς, εἰ μή ἄρα κατ᾿ ἐνέργειαν, οὕτω καί τό θεῖον Πνεῦμα φυσικῶς ἐνυπάρχον ὡς Θεῷ τῷ Χριστῷ, καί Πνεῦμα καί νοῦς ἐστιν αὐτοῦ. Καί κατά μέν τήν ἐνέργειαν αὐτοῦ ἐστι καί ἐξ αὐτοῦ, ὡς ἐμφυσώμενον καί πεμπόμενον καί φανερούμενον, κατά δέ τήν ὕπαρξιν καί τήν ὑπόστασιν αὐτοῦ μέν ἔστιν, οὐκ ἐξ αὐτοῦ δέ, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ γεννήσαντος αὐτόν.

10. Ἵν᾿ οὖν σοι πανταχόθεν τάς κατά τῆς ἀληθείας ἐκκρούσωμεν λαβάς, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, φύσει ὤν ἐκ τοῦ Θεοῦ, φύσει γεννᾶται, ἀλλ᾿ οὐ χάριτι γίνεται ἐκ τοῦ Πατρός. Ἐπεί δέ ὁ γεννῶν πηγαία θεότης καί πηγή θεότητος, πηγάζεται ὁ γεννώμενος. Ἐπεί δέ μόνος πηγή θεότητος καί πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὡς Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί Ἀθανάσιος ὁ μέγας συνῳδά φθέγγονται, ἐκ μόνου ἄρα ὁ φύσει Υἱός ὑπάρχει τοῦ Πατρός˙ ὁ δέ θέσει οὐκ ἐκ μόνου ἀλλά δι᾿ Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρός, καίτοι οὐχ Υἱός μόνον, ἀλλά καί Πνεῦμα χάριτί ἐστιν˙ «ὁ γάρ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν Πνεῦμα ἐστι», φησίν ὁ ἀπόστολος. Τό δέ Πνεῦμα τό ἅγιον οὐ χάριτι, ἀλλά φύσει ἐστίν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὡς καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Τό δέ φύσει ὄν Πνεῦμα ἐκ Θεοῦ φύσει ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Θεοῦ˙ τό δέ φύσει ἐκπορευόμενον πηγάζεται ἐκ τοῦ Θεοῦ˙ τό δέ πηγαζόμενον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς πηγαίας θεότητος πηγάζεται, ἥτις ἐστί μόνος ὁ Πατήρ. Τό Πνεῦμα ἄρα τό ἅγιον φύσει Θεός, ἐκ Θεοῦ Πατρός μόνου ἐκπορευτῶς πηγαζόμενον.

11. Εἰ δέ τις τοῦτ᾿ οὕτως ἔχειν οὐχ ὁμολογεῖ, καί περί τοῦ Υἱοῦ κακῶς δοξάζων ἐξελεγχθήσεται. Τῇ γάρ τῆς ἀληθείας ἀποδείξει ταύτῃ συμμαρτυρῶν καί ὁ θεολογικώτατος Γρηγόριος, «τί», φησίν, «οὐ προσαγορεύεται τό Πνεῦμα ὧν ὁ Υἱός, πλήν γεννήσεως»; Καί «πάντα ὅσα τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Πνεύματος, πλήν τῆς υἱότητος». Δαμασκηνός δ᾿ ὁ θεῖος, «διά τόν Πατέρα», φησί, «τουτέστι διά τό εἶναι τόν Πατέρα, ἔχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα πάντα ἅ ἔχει, τουτέστι διά τό τόν Πατέρα ἔχειν αὐτά, πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως».

Ἑκάτερον ἄρα τούτων οὐκ ἔχει τό γεννᾶν καί ἐκπορεύειν˙ καί ὡς τό Πνεῦμα κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἔχει τήν γέννησιν, οὕτω ὁ Υἱός κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἔχει τήν ἐκπόρευσιν. Τοιγαροῦν ὁ αὐτός Υἱοῦ καθάπερ ὅρος καί τοῦ Πνεύματος, πλήν τοῦ γεννητῶς τε καί ἐκπορευτῶς, καθ᾿ ἅ καί μόνα διενηνόχασιν ἀλλήλων.

Καί τοῦτ᾿ ἄρα τηρητέον ἐφ᾿ ἅπασι τόν μή βλασφημεῖν ἀλλά θεολογεῖν ἐθέλοντα. Ὡς γάρ εἷς καί μόνος γεννητός ὑπάρχει, ὁ Υἱός, διόπερ καί μονογενής, οὕτως ἕν καί μόνον ἐκπορευτόν ὑπάρχει, Πνεῦμα ἅγιον˙ καί ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός˙ καί ὡς ὁ Υἱός ἀμέσως ἐκ Πατρός γεννητός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ Πατρός ἀμέσως.

12. Ὁρᾷς ὅτι τό μέν παρ᾿ ἡμῶν προσκείμενον ἔκφανσίς ἐστι τῆς ἀληθείας συνεκφωνουμένη διά τήν σήν πρός τήν ἀλήθειαν ἀθέτησιν; Καί γάρ παρόν τε καί ἀπόν τό αὐτό δίδωσι νοεῖν. Τό δέ σόν οὐ προσθήκη λέγοιτ᾿ ἄν κυρίως, ἀλλά σαφής ἐναντιότης καί ἀνατροπή τοῦ εὐσεβοῦς φρονήματος˙ περιτρέπει γάρ τήν τῶν ἀκουόντων διάνοιαν εἰς τοὐναντίον καί ἀντί μιᾶς δύο δίδωσι δοξάζειν ἐπί τῆς μιᾶς θεότητος ἀρχάς καί τῇ πολυθέῳ πλάνῃ πάροδον παρέχει. Τίς γάρ τό ἕν ἐξ ἀμφοτέρων ἀκούων ἤ λέγων ἤ πιστεύων ἑτέρως ἄν φρονῆσαι;

Ἀλλ᾿ οὐδέν ἄτοπον, φησίν, εἴ τις δύο μέν ἀρχάς λέγει, οὐκ ἀντιθέτους μέντοι, ἀλλά τήν ἑτέραν ἐκ τῆς ἑτέρας, ὡς καί Γρηγόριος ὁ θεολόγος περί τοῦ Υἱοῦ φησιν, «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή»˙οὕτω γάρ πάλιν μία ἔσται ἡ ἀρχή καί τό τῆς μοναρχίας δόγμα περισώζεται. Πρός ὅ λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι καί Θεόν ἐκ Θεοῦ φαμεν, ἀλλ᾿ οὐ δύο ποτέ θεούς.

13. Ἄλλως τε τό δημιουργικόν ταύτης σημαινούσης τῆς ἀρχῆς οὐ δύο μόνον ἄν εἴποι τις, εἰ καί μή καλῶς, ἀλλά καί πλείους. Τρισυπόστατος γάρ αὕτη ἡ ἀρχή˙ φύσει δέ οὖσα καί κοινή ἐστι˙ κοινήν δέ οὖσαν πῶς οὐκ ἄν ἔχοι καί τό Πνεῦμα ταύτην τήν ἀρχήν; Καί ὁ τῷ Ἰώβ δέ προσδιαλεγόμενος ὑπέρ τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης Ἐλιούς, «Πνεῦμα, λέγων, Κυρίου τό ποιῆσάν με» οὐ ποιητικήν ἀρχήν τό Πνεῦμα λέγει; Καί ὁ θεῖος ᾠδικός Δαβίδ, «λόγῳ μέν Κυρίου τούς οὐρανούς στερεωθῆναι» ψάλλων, «Πνεύματι δέ τάς τῶν οὐρανῶν δυνάμεις» οὐχ ὥσπερ τῷ Υἱῷ, οὕτω καί τῷ Πνεύματι, τήν δημιουργικήν ἀρχήν προσμαρτυρεῖ; Εἰ τοίνυν διά τό γεγράφθαι «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή» δύο εἰπεῖν ἀρχάς οὐδέν κωλύει κατά σέ, οὐκοῦν καί διά τό γεγράφθαι καί τό πνεῦμα ποιητήν, δύο ποιητάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει˙ ἤ διά τό «Λόγῳ Θεοῦ καί Πνεύματι τήν κτίσιν στερεοῦσθαι», ταὐτό δ᾿ εἰπεῖν συνίστασθαι, τρεῖς ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν ἄτοπόν ἐστιν.

Ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ τῶν θεολόγων εἶπέ τις οὔτε δύο οὔτε τρεῖς. Ὥσπερ γάρ Θεόν ἑκάστην τῶν τριῶν προσκυνητῶν ἐκείνων ὑποστάσεών φαμε καί Θεόν ἑκατέραν ἐκ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐ παρά τοῦτο τρεῖς ἤ δύο ποτέ θεούς, οὕτω καί ἀρχήν ἐξ ἀρχῆς φαμεν, ἀλλ᾿ οὐ δύο ποτέ ἀρχάς˙ δευτέραν γάρ ἀρχήν οὐδέπω καί τήμερον ὑπό τῶν εὐσεβῶν ἀκηκόαμεν, ὥσπερ οὐδέ θεόν δεύτερον. Ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός καί μοναρχία τό προσκυνούμενον, οὐκ ἐκ δύο θεῶν, οὐδ᾿ ἐκ δύο ἀρχῶν συνιόντα εἰς ἕν˙ ἐπεί μηδέ κατά ταυτά μεριστόν ἡμῖν τό σεβόμενον. Καί μήν οὐδέ κατά τό αὐτό μερίζεταί τε καί συνάγεται˙ διαιρεῖται μέν γάρ ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι, ταῖς δέ κατά τήν φύσιν ἑνοῦται. Εἰ γοῦν δύο ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει, λοιπόν αὗταί εἰσι, καθ᾿ ἅς μερίζεται˙ ἑνωθῆναι τοίνυν αὖθις κατ᾿ αὐτάς ἀδύνατον˙ οὐκ ἄρ᾿ αἱ δύο μία.


Μᾶλλον δέ ἀναλαβόντες καί ἑτέραν ἀρχήν τῷ λόγῳ δόντες τά τῆς μοναρχικωτάτης ἀρχῆς εἰς δύναμιν διατρανώσωμεν, ὡς ἄν φερωνύμως ἔχοντά τε δείξωμεν τόν τῆς θεολογίας ἐπώνυμον καί ἀπελέγξωμεν τούς τοῦ ἑνός ἁγίου Πνεύματος δύο δογματίζοντας ἀρχάς, ὅτι τε τοῦτο δογματίζουσι καί ὅτι οὐ καλῶς.

Συνεχίζεται



Δεν υπάρχουν σχόλια: