Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τα χαρισματικά και τα κανονικά όρια της Εκκλησίας ήγουν Πεντηκοστή και θεία Ευχαριστία (10)

Συνέχεια από Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 2018

ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ


4. Η θεία Ευχαριστία κατά τους αποστολικούς χρόνους (συνέχεια)

β) Η χαρισματική Εκκλησία της Κορίνθου

II. Ο καθορισμός του τυπικού των χαρισμάτων στη θεία Ευχαριστία


Η εκκλησιαστική ευχαριστιακή κοινότητα της Κορίνθου στην εποχή του Αποστόλου Παύλου ήταν μια κοινότητα θεουμένων, αφού οι μετέχοντες είχαν πνευματικά χαρίσματα και με αυτήν την προοπτική κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Στην Εκκλησία της Κορίνθου, όπως και σε όλες τις αποστολικές Εκκλησίες, υπήρχε ποικιλία πνευματικών χαρισμάτων και υπήρχε μια ιεραρχικότητα μεταξύ αυτών των χαρισμάτων[61].

Έτσι, στην Εκκλησία της Κορίνθου υπήρχαν χαρίσματα αποστολικότητος, προφητείας, διδασκαλίας, θαυματουργιών, ιαμάτων, διακονιών, διοικήσεως, γλωσσολαλιάς. Εκείνα τα χαρίσματα που κυριαρχούσαν περισσότερο ήταν τα χαρίσματα της εσωτερικής καρδιακής ψαλμωδίας, της διδασκαλίας, της γλωσσολαλιάς, της αποκαλύψεως, και της ερμηνείας της αποκαλύψεως. Πολλές φορές, λόγω των πολλών χαρισμάτων, εδημιουργείτο ακαταστασία, οπότε ο Απόστολος Παύλος επενέβαινε για να επιβάλη μια τάξη[62].

Το Άγιον Πνεύμα μετά από την Πεντηκοστή έδωκε πληθώρα χαρισμάτων στους Χριστιανούς, ώστε να κραταιωθή η Εκκλησία και να στηριχθή. Και σήμερα υπάρχουν πολλά από τα χαρίσματα αυτά, αλλά είναι εσωτερικά και μυστικά, όπως σε έναν σωματικόν οργανισμό υπάρχουν αισθήσεις και λειτουργίες οι οποίες δεν φαίνονται εξωτερικά (αναπνοή, καρδιακή κίνηση, κίνηση των οργάνων, αδένες κ.λπ.), αλλά είναι εκείνης που ρυθμίζουν όλον τον σωματικό οργανισμό του ανθρώπου. Το ίδιο συμβαίνει και στον Θεανθρώπινο οργανισμό της Εκκλησίας. Στην αποστολική όμως περίοδο όλα αυτά τα χαρίσματα ήταν έκδηλα και έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στους Χριστιανούς.

Τα χαρίσματα αυτά εκδηλώνονται κατά την προσευχή, κυρίως κατά την ευχαριστιακή σύναξη. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε καθορισμένο τυπικό της λατρείας και τελέσεως της θείας Ευχαριστίας, παρά μόνον οι λόγοι που είπε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο, και έψαλαν μερικούς ψαλμούς του Δαυίδ. Γενικά, η Εκκλησία πορευόταν κατά την υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος και των Αποστόλων.

Ο Απόστολος Παύλος θέλει να επιβάλη ένα τυπικό χαρισμάτων στην Εκκλησία της Κορίνθου επειδή επικρατούσε μια αταξία στο θέμα της εκδηλώσεως των χαρισμάτων. Όπως σήμερα υπάρχει ένα διάγραμμα τελέσεως της θείας Ευχαριστίας και ένα τυπικό για το τί πρέπει να λένε και να κάνουν ο Ιερεύς, ο Διάκονος, οι ψάλτες, έτσι και ο Απόστολος Παύλος την περίοδο εκείνη με την ποικιλία των χαρισμάτων καταρτίζει ένα τυπικό για το πώς θα εκφράζονται οι χαρισματούχοι, ωστε να μην εκδηλώνονται όλοι μαζί, οπότε κάποιος περαστικός να μη νομίση ότι είναι τρελοί.

Έτσι, διδάσκει στους Χριστιανούς της Κορίνθου ότι όλα τα χαρίσματα που εκδηλώνονται στην λατρευτική σύναξη πρέπει να συντελούν στην οικοδομή της Εκκλησίας και όλων των πιστών. Ως προς το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, τους προτρέπει να μιλούν δύο ή τρεις που έχουν αυτό το χάρισμα (φαίνεται ότι πολλοί ή όλοι οι Χριστιανοί είχαν αυτό το χάρισμα) και μάλιστα καθένας να ομιλή με τη σειρά του, αλλά συγχρόνως να υπάρχη και κάποιος που θα εξηγεί τους λόγους οι οποίοι λέγονται. Αν δεν υπάρχει αυτός που έχει το χάρισμα της διερμηνείας των γλωσσών, τότε αυτός που έχει το χάρισμα της γλωσσολαλιάς πρέπει να σιωπά, να ομιλή μόνος του.

Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με το χάρισμα της προφητείας. Από τους Προφήτες να ομιλούν δύο ή τρεις και οι άλλοι να διακρίνουν, να εξηγούν. Αν σε κάποιον αποκαλυφθή κάτι από τον Θεό την ώρα που κάποιος άλλος ομιλή, τότε ο πρώτος πρέπει να σιωπήση. Μπορεί ο καθένας να προφητεύη με την σειρά του, ώστε όλοι να μαθαίνουν και να ενισχύονται. Τα πνεύματα (τα χαρίσματα του Άγιου Πνεύματος) των προφητών δεν πρέπει να είναι ανεξέλεγκτα, αλλά να υποτάσσονται στους Προφήτες, που σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα δεν καταργεί την ελευθερία του Προφήτου, όπως κάνει το πονηρό πνεύμα. Τα χαρίσματα εξουσιάζονται-διευθύνονται από τον Προφήτη και δεν μπορούν να επιβάλλονται επάνω στον Προφήτη και να τον υποδουλώνουν. Τελικά, ο Θεός δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά Θεός ειρήνης.

Ο Απόστολος Παύλος έθεσε ένα τέτοιο τυπικό χαρισμάτων κατά τη διάρκεια της λατρείας, γιατί φαίνεται ότι στις λατρευτικές συνάξεις γίνονταν μερικά έκτροπα, όπως φαίνεται καθαρά στο αποστολικό χωρίο Α' Κορ. ιδ', 23 -25[63].

Εδώ καταρτίζεται μια αξιολογική σειρά μεταξύ του χαρίσματος της γλωσσολαλιάς και της προφητείας. Το χάρισμα της προφητείας, το να ομιλή κανείς ως προφήτης, είναι πιο εποικοδομητικό από το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, που ήταν κάτι μεταξύ νοεράς προσευχής και λογικής δοξολογικής προσευχής. Έτσι, αν όλοι γλωσσολαλούν στη σύναξη και εισέλθη κάποιος ιδιώτης που δεν έχει κάποιο χάρισμα ή είναι άπιστος, δηλαδή δεν έχει ακόμη βαπτισθή, όταν ακούση να γλωσσολαλούν όλοι, θα νομίση ότι είναι τρελοί. Ενώ αν ακούση να προφητεύουν, να λέγουν ό,τι φανερώνει το Άγιον Πνεύμα προς οικοδομήν των άλλων, δηλαδή να κηρύττουν προφητικά και θεόπνευστα, τότε θα ελεγχθεί και θα προσκυνήσει τον Θεό, διακηρύσσοντας ότι πράγματι ο Θεός βρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών.

Η Αποστολική Εκκλησία της Κορίνθου ήταν γεμάτη από χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος που εκδηλώνονταν κατά τη λατρεία, ιδιαιτέρως κατά το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό δείχνει ότι η θεία Ευχαριστία είναι θαυμαστή, είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά προϋποθέτει την παρουσία χαρισματούχων, δηλαδή θεουμένων. Ο Επίσκοπος είναι προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως, αλλά είναι και προφήτης που διδάσκει θεόπνευστα και κατευθύνει πνευματικά τους χαρισματούχους προς την αύξηση των πνευματικών χαρισμάτων, κυρίως στην απόκτηση της θεοειδούς αγάπης που είναι η εμπειρία της θεώσεως.

Στα ανωτέρω αναπτύχθηκε το θέμα της θείας Ευχαριστίας μέσα σε όλη την εκκλησιαστική ζωή, όπως το βλέπουμε στα Βιβλία της Καινής Διαθήκης. Φυσικά, στη συνέχεια η Εκκλησία ανέπτυξε ακόμη περισσότερο τον τρόπο τελέσεως της θείας Ευχαριστίας με τις αποστολικές θείες Λειτουργίες και τις μεταποστολικές θείες Λειτουργίες μέχρι τον 4ο αιώνα, που καθορίσθηκε το τυπικό τους το όποιο ισχύει μέχρι σήμερα, ήτοι τις Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τις όποιες και τελούμε.

Όμως, όπως έχει αναπτυχθή προηγουμένως, η θεία Ευχαριστία δεν είναι μεμονωμένο εκκλησιαστικό γεγονός, αλλά συνδέεται στενά με την όλη εκκλησιαστική ζωή, όχι μόνο τη μυστηριακή, αλλά και την ασκητική, που είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και των αποφάσεων των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.

Τίποτε στην Εκκλησία δεν είναι μηχανικό και μαγικό. Οι Χριστιανοί που μετέχουν του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας είναι χαρισματούχοι, μετέχουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού. Και σε αυτές τις διακρίσεις αναφέρεται η προτροπή του Ιερέως «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».

Στα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, που διασώζουν την αρχαία αποστολική παράδοση και κυρίως εκφράζουν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, φαίνεται αυτό ευδιάκριτα.

Αναλύοντας ο άγιος Διονύσιος τα όσα είχε ακούσει από τον μακάριο Γέροντά του, τον άγιο Ιερόθεο, χαρακτηρίζει τη θεία Ευχαριστία «τελετών τελετή», «κοινωνίαν τε και σύναξιν», «τελείωσιν» των άλλων ιεραρχικών μεθέξεων. Μετά από την ανάγνωση «των αγιογράφων δελτών» εξέρχονται από την Ιερή περιοχή οι κατηχούμενοι, και μαζί με αυτούς οι ενεργούμενοι υπό ακαθάρτων πνευμάτων και αυτοί που βρίσκονται σε μετάνοια και παραμένουν «οι της των θείων εποψίας και κοινωνίας άξιοι».

Οι λειτουργοί - διάκονοι, οι πρόκριτοι μαζί με τους Ιερείς και ο Ιεράρχης ασκούν την ιδιαίτερη διακονία τους. Ο Ιεράρχης «τας ιεράς θεουργίας υμνήσας ιερουργεί τα θειότατα». Αφού μετάσχει και μεταδώσει την θεαρχική κοινωνία «εις ευχαριστίαν ιεράν καταλήγει». Και ενώ οι πολλοί παρετήρησαν μόνον τα θεία σύμβολα, ο Ιεράρχης εμπνεόμενος από το θεαρχικό Πνεύμα ανυψώνεται πάντοτε ιεραρχικώς προς τις άγιες αρχές των τελουμένων με τη βοήθεια των μακαρίων και νοητών θεαμάτων και της καθαρότητος της θεοειδούς έξεώς του.

Αυτό δείχνει το ύψος της θείας Ευχαριστίας (και σε αυτήν συμμετέχουν οι πιστοί, που διαφέρουν από τους κατηχουμένους, τους δαιμονισμένους και τους μετανοούντας) και ότι ο προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως, δηλαδή ο Ιεράρχης, ανυψώνεται με την καθαρότητα της θεοειδούς έξεως στις άγιες αρχές «εν μακαρίοις και νοητοίς θεάμασιν». Οι πιστοί είναι οι χαρισματούχοι που έχουν το Άγιον Πνεύμα και ο Ιεράρχης είναι ένας θεόπτης Απόστολος, μέτοχος των τρόπων των Αποστόλων και διάδοχος των θρόνων των Αποστόλων[64].

Με τη θεία Ευχαριστία και τη θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό, αλλά αυτό δεν γίνεται απροϋποθέτως, αφού προϋποθέτει πιστούς που βρίσκονται στην προοπτική της θεώσεως.

Ο Απόστολος Παύλος στη Β' προς Κορινθίους Επιστολή του καταγράφει ένα χωρίο που δείχνει ποιος είναι ο πιστός και δείχνει την αληθινή προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στη θεία Ευχαριστία. «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (Β' Κορ. γ', 18). Εδώ ο θείος Απόστολος αναφέρεται στην περίπτωση του Προφήτου Μωυσή, ο οποίος όταν κατέβηκε από το όρος Σινά έβαλε κάλυμμα στο πρόσωπό του για να μην αντικρύσουν οι Ισραηλίτες τη λαμπρότητα του σώματός του. Όταν όμως επέστρεφε στον Κύριο αφαιρούσε το κάλυμμα (Β' Κορ. γ', 12-16).

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος χρησιμοποιεί αυτό το χωρίο του Αποστόλου Παύλου για να χαρακτηρίση τους κατηχουμένους, αλλά προσθέτει τη λέξη νοός. Γράφει: «Κατηχούμενος γάρ ούχ ο άπιστος μόνος άρτι λέγεται, αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω πρόσωπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[65].

Αυτό γίνεται και με τους πιστούς. Εκείνοι που καθαρίζονται από την αμαρτία και τα πάθη και ο νους τους φωτίζεται βλέπουν τη δόξα του Κυρίου χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, και αυτό γίνεται με την ενέργεια του Θεού και έτσι βαδίζουν από δόξα σε δόξα.

Η θεία Ευχαριστία είναι μια ανάβαση στο όρος Σινά της Καινής Διαθήκης, είναι ανάβαση από δόξα σε δόξα. Πρέπει κανείς να έχη Χάρη από τον Θεό και έτσι να ανυψώνεται σε μεγαλύτερη Χάρη, να ανέρχεται από την επί γης στην εν ουρανοίς θεία Λειτουργία.

Η θεία Ευχαριστία είναι πορεία από δόξα σε δόξα. Αυτή είναι η ουσία της αποστολικής θείας Λειτουργίας και ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου. Έτσι συνδέεται στενά η Πεντηκοστή με τη θεία Ευχαριστία.


(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

61. «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; Μὴ πάντες προφῆται; Μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα» (Α’ Κορ.ιβ’, 28-31).

62. Τί οὖν ἐστιν, ἀδελφοί; Ὅταν συνέρχησθε, ἕκαστος ὑμῶν ψαλμὸν ἔχει, διδαχὴν ἔχει, γλῶσσαν ἔχει, ἀποκάλυψιν ἔχει, ἑρμηνείαν ἔχει· πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω. Εἴτε γλώσσῃ τις λαλεῖ, κατὰ δύο ἢ τὸ πλεῖστον τρεῖς, καὶ ἀνὰ μέρος, καὶ εἷς διερμηνευέτω· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ διερμηνευτής, σιγάτω ἐν ἐκκλησίᾳ, ἑαυτῷ δὲ λαλείτω καὶ τῷ Θεῷ. Προφῆται δὲ δύο ἢ τρεῖς λαλείτωσαν, καὶ οἱ ἄλλοι διακρινέτωσαν· ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ, ὁ πρῶτος σιγάτω. Δύνασθε γὰρ καθ᾿ ἕνα πάντες προφητεύειν, ἵνα πάντες μανθάνωσι καὶ πάντες παρακαλῶνται· καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται· οὐ γὰρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης»(Α’ Κορ., ιδ’, 26-33).

63. Ἐὰν οὖν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες γλώσσαις λαλῶσιν, εἰσέλθωσι δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; Ἐὰν δὲ πάντες προφητεύωσιν, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος ἢ ἰδιώτης, ἐλέγχεται ὑπὸ πάντων, ἀνακρίνεται ὑπὸ πάντων, καὶ οὕτω τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται· καὶ οὕτω πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, ἀπαγγέλλων ὅτι ὁ Θεὸς ὄντως ἐν ὑμῖν ἐστι»(Α’ Κορ., ιδ’, 23-25).

64. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 364 κ.εξ.

65. SC 129, 234.

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: