Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΤΟ "ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ" (6)


ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Του Antonio Stevenazzi.

Το κακό ανάμεσα στην φιλοσοφία και την Θεολογία (συνέχεια).  

O Labbè, χωρίζοντας την έννοια απο τό αποτέλεσμά της, προχωρά λές και η συμπλοκή τού Θεού και τού κακού να ήταν επιδεκτική απαγωγής, επαναλαμβάνοντας στο επίπεδο της αφηρημένης έννοιας την ίδια ανάπτυξη την οποία αναπτύσσει ο Σέλλινγκ, με μεγαλυτερη επάρκεια και ακρίβεια, στο επίπεδο τής στοχαστικής ιδέας η οποία συμπεριλαμβάνει την ανάγκη και την ελευθερία!
          Στην λογική της πίστεως, σύμφωνα με την οποία ο Θεός συμμερίζεται την αγαθότητά Του, καί βασίζεται σ'αυτό ακριβώς, ότι ο Θεός δέν Θέλει να είναι Θείος χωρις να είναι με τον άνθρωπο, αντικαθιστάται η στοχαστική λογική σύμφωνα με την οποία το κακό βρίσκει την τελική του δικαίωση στο γεγονός ότι ανήκει στην ίδια την ουσία τού Θεού. Ενώ λοιπόν στην πρώτη περίπτωση η ευσπλαχνία του Θεού βασίζεται στην αγάπη του Θεού η οποία μπορεί να πάσχει, διότι καθαυτή μοιραζόμενη τον πόνο, καθίσταται η αρχή της τελειώσεως τού ανθρώπου εσωτερικά και μπορεί να μοιραστεί την ανθρώπινη ύπαρξη, στην δεύτερη η αγάπη τελειούται στην συμπάθεια, η οποία δέν είναι μόνον η μορφή τής αδύναμης αγάπης, αλλά και εκείνη η οποία ξέρει ότι δέν είναι στο ύψος των απαιτήσεων τής αγάπης. Η απολυτοποίηση του κακού, στην οποία οι Θεολογίες τού πάθους τού Θεού εκτίθενται λόγω δογματικού λάθους εδώ λαμβάνει την οντολογική της ιεροποίηση!
          Η προοπτική τής πίστεως, διαφορετικά απο εκείνη του στοχασμού, δέν εξηγεί το κακό. Αλλά αυτή η φαινομενική κατωτερότης είναι η επιβεβαίωση τής αλήθειας της! Καθότι το κακό σε κάθε του μορφή δεν είναι μία αντικειμενοποιήσιμη ουσία αλλά ποιότης μίας προθετικής σχέσεως, αυτό δέν επιδέχεται εξήγηση! Και ενώ η λογική η οποία απαιτεί να πάει βαθειά στην εξήγηση τού κακού εκμηδενίζει στην δικαίωσή της τούς λόγους για τούς οποίους είναι ικανός ο στοχασμός, η γνώση τής πίστεως τούς αναγνωρίζει σαν αποσπασματικές αλλά αναγκαίες πλευρές μιας αλήθειας τής οποίας το κέντρο της διαφεύγει τής σκέψης και δέν είναι προσβάσιμο παρά στην βεβαιότητα τής συνειδήσεως η οποία αποφασίζεται απέναντι στην αποκάλυψη τής τελικής του σημασίας. Σ'αυτόν τον τύπο σκέψης αντιστοιχεί η Θεολογία η οποία αναγνωρίζει στο γεγονός του Ιησού Χριστού την προκαταβολική και απόλυτη σημασία της ελευθερίας και γι'αυτό το αποφασιστικό κριτήριο τής αποκωδικοποιήσεως του!
          Απο αυτή την ανάλυση φαίνεται καθαρά ότι υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες γύρω απο την δυνατότητα μόνης τής σκέψης να εξηγήσει το κακό. Δυσκολίες οι οποίες προέρχονται απο το ένα μέρος απο την καθαυτή προθετικότητα τής σκέψης η οποία είναι η ανάπτυξή της δια συμπερασμάτων μέχρι την τελική βεβαιότητα, και απο το άλλο απο την ιδιαιτερότητα τού "αντικειμένου". Διότι το κακό παραμένει εν τέλει ακατανόητο και σαν τέτοιο λογικώς αδικαιολόγητο!
          Η παράδοξη πραγματικότητά του μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, παρότι ποτέ πλήρως, μόνον στο εσωτερικό εκείνου τού ορίζοντος (πού η πίστη και επομένως η Θεολογία)  ομολογεί και "αντικατοπτρίζει" εκείνο το γεγονός στο οποίο η υπέρβαση τού κακού έχει πραγματικά προηγηθεί. Ειδωμένο στο αβυσσαλέο του βάθος, κάτι που ισχύει και για την Θεολογία, το κακό παραμένει σκοτεινό: είναι ένα μυστήριο για την νόηση, μία δυνατή αντίρρηση, για την πίστη στην παντοδυναμία και την αγαθότητα του Θεού. Όσο κι'άν είναι φυσική και ανθρώπινη η ανάγκη εξηγήσεως, πρωτογενές χρέος τής Θεολογίας δέν είναι η ικανοποίηση της, όσο να δείξει τον τρόπο τής υπερβάσεως του στο φώς της πίστεως. Το θέμα λοιπόν, θεολογικά μιλώντας, είναι ότι το πρόβληα του κακού δέν είναι να το συνθέσουμε αποκλειστικά με έναν θεωρητικό υπολογισμό, δηλαδή ποιά είναι η καταγωγή τού κακού (unde malum;) και πώς συνάζει με την ύπαρξη τού Θεού, αλλά να υπολογιστεί σαν ένα πρακτικό θέμα, δηλαδή εάν το κακό μπορεί να διορθωθεί και να νικηθεί καθοριστικά ή θα παραμείνει στην αξεπέραστη δύναμή του!         
Μιά "δικαίωση" τού Θεού αναφορικά με το κακό δέν εξαντλεί, μάλιστα δέ δέν συλλαμβάνει ακόμη την αληθινή σημασία τού Θεολογικού θέματος του κακού. Η ερώτηση περί τού θεμελίου τής δυνατότητος τού κακού ολοκληρώνεται και προωθείται απο το ερώτημα περί τού τόπου και τού σκοπού τού κακού, στην σωτηριώδη θέλησι τού Θεού, η οποία απεκαλύφθη και πραγματοποιήθηκε στον Ιησού Χριστό!
          Αυτό ο Pareyson το είχε αντιληφθεί μάλλον και εάν ο στοχασμός του μοιράζεται με τον Labbè την πρόθεση να μείνει μέσα στο πλαίσιο  μίας φιλοσοφικής έρευνας απομακρύνεται όμως διότι δέν τείνει πρός την επεξεργασία μιας γνώσεως υπερβατικής στραμμένης στον αποκλεισμό τής αντιφάσεως, αλλά γεννάται απο μία φιλοσοφική ερμηνευτική μιας δυνατής θρησκευτικής εμπειρίας, όπως είναι η Χριστιανική εμπειρία, "υπαρξιακή", συγκεκριμένη και προσωπικώς βιωμένη, όπου το πρόβλημα του κακού, τίθεται και αντιμετωπίζεται σε όλη του τήν σοβαρότητα: "μόνον η θρησκεία μπορεί, δέν λέω να εξηγήσει, αλλά με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσει και να φωτίσει τον απροσπέλαστο και μυστηριώδη δεσμό, ο οποίος συνδέει μεταξύ τους ενοχή και πόνο, αμαρτία και βάσανο και γι'αυτό πρέπει να απευθυνθούμε σ'αυτή τελικώς για το πρόβλημα τού κακού. Στο εσωτερικό αυτής τής ερμηνείας επεξεργάζεται την ανήσυχη και βαθειά του σκέψη γύρω απο το κακό! Ένας στοχασμός ο οποίος ακουμπά, επανερμηνεύοντάς τα πολλές φορές πρωτότυπα, τα πιό σημαντικά και αποφασιστικά θέματα για μία φιλοσοφία ανοιχτή στην αποκάλυψη και για την ιδια την Θεολογία: η έννοια του Θεού, η σχέση ανάμεσα στον Θεό και το κακό, η έννοια της ελευθερίας, το όραμα του Χριστιανισμού, το νόημα της δημιουργίας, και της λυτρώσεως, η ερμηνεία της ιστορίας και τέλος το θέμα της εσχατολογίας!
          Στον στοχασμό του περί του σκανδάλου του κακού ο Pareyson φτάνει να σχηματίσει την φιγούρα μιας φιλοσοφίας τής ελευθερίας ανέκδοτη και ριζική, η οποία ανήκει στην "οντολογία τής ελευθερίας", οι πρόλογοι τής οποίας όμως μπορούν να ανιχνευθούν στους στοχασμούς τού τελευταίου Σέλλινγκ (των Ερευνών στην ουσία της ελευθερίας), στον Μπαίμε, στο όραμα ενός τραγικού Χριστιανισμού αλά Μπερντιάεφ και Ντοστογιέφσκι, σε μερικούς αντιπροσώπους τού αρνητικού μυστικισμού, Μάϊστερ Έκαρτ, και Άγγελο Σιλέσιο, και ίσως σε ορισμένα γνωστικά στοιχεία. Ετσι τοποθετούμενοι σε μία Θεολογική προοπτική, μένει να αναρωτηθούμε εάν η ερμηνεία του τού κακού οδηγεί σε συμπεράσματα μακρυά απο την αυτοκατανόηση την οποία η Χριστιανική παράδοση μόρφωσε για τον εαυτό της στην πίστη ή εάν αντιθέτως τοποθετείται στην συνέχεια τής σκέψης και της παραδόσεως μ'αυτή την αυτοκατανόηση! Ένα δύσκολο επιχείρημα, το οποίο απαιτεί προσεκτική εργασία και υπομονή διότι έχουμε να κάνουμε με μία δυνατή σκέψη η οποία αντιμετωπίζει διαρκώς τον γόρδιο δεσμό τής αποκαλύψεως και τής λογικής, τής Χριστιανικής εμπειρίας και της φιλοσοφικής ερμηνευτικής, τής τραγικής σκέψης και τής φιλοσοφίας τής ελευθερίας.

Συνεχίζεται


ΣΧΟΛΙΟ: Εδώ στηρίζεται η περερμηνεία τής Κυριακής Προσευχής τού πάπα. Σέ μιά θεολογία η οποία θεωρεί ότι τό κακό τό απώθησε πρώτα ο θεός καί τώρα είναι η σειρά μας καί σέ μιά ανθρωπολογία η οποία εκλαμβάνει τήν άρνηση αντικειμενικά, μέ τόν τρόπο τού Χέγγελ. Τίς λογικές αυτές εισήγαγε στήν κατακερματισμένη ορθοδοξία ο Γιανναράς στό "αίνιγμα τού κακού"

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: