Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(23)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από: Παρασκευή, 6 Οκτωβρίου 2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:


1. Το καθεστώς των εννοιών στο κείμενο του Παχυμέρη

1.8. Ακρότης: «Ὡς ψυχῆς ἀκρότης ὁ νοῦς».

Ο νους είναι ο οφθαλμός τής ψυχής, σημειώνει ο Παχυμέρης510. Αποτελεί, λοιπόν το καθαρότερο μέρος τής ανθρώπινης πνευματικότητας. Από κοινού με τη διάνοια αποτελούν δυνάμεις τής γνωστικής ψυχής511. Ο Παχυμέρης δεν διαχωρίζει τον νου σε ουράνιο και σε ανθρώπινο. Σημειώνει όμως ότι ο νους έχει δύναμη, ενέργεια και κυρίως ουσία512. Επηρεασμένος από τον Αριστοτέλη διακρίνει τον νου σε θεωρητικό και σε πρακτικό, «Οὐ ξένον δέ τοῦτο, εἰ καί ὁ πρακτικός νοῦς χρήζει τοῦ θεωρητικοῦ ἀλλά καί μᾶλλον... τό πρακτικόν βάσις τῆς θεωρίας λέγεται
καί διά τοῦτο προηγεῖται»513. Έτσι, μέσω τού νου και με τις προϋποθέσεις που θέτει η χριστιανική διδασκαλία, γνωρίζεται η υπεραισθητή εκδήλωση τού Θεού514. Επισημαίνει ότι ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής515.

Επιπλέον, ο Παχυμέρης δεν φαίνεται να αναφέρεται στα της ψυχής σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία αλλά έτι μάλλον κλίνει προς την Αριστοτελική έννοια της ψυχής. Η χριστιανική διδασκαλία περί ψυχής εντοπίζεται στα έργα πλείστων πατέρων αλλά μία ολοκληρωμένη θεώρηση της χριστιανικής θεολογίας περί ψυχής συμπυκνώνεται στο έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εκεί τονίζεται ότι: «οὐσία ζῶσα ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾽ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾽ ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον (ὥσπερ γὰρ οφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν
ψυχῇ νοῦς), αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή, πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτὴν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν»516. Εξάλλου ο ορισμός της ψυχής κατά τη χριστιανική διδασκαλία δεν περιλαμβάνει τις πλατωνικές αναζητήσεις «για το που βρίσκεται η έδρα της ψυχής αφού εξαιτίας τής ανακράσεώς της με το σώμα πρέπει να εντοπίζεται ομοτίμως σε όλα τα μόρια τού σώματος»517.

Από την άλλη, ο Παχυμέρης αναφέρεται στη σχέση «ψυχῆς – νοῦ»,
δεδομένου ότι η ψυχή χαρακτηρίζεται ως νοητή και νοερή518, ενώ
παράλληλα ερμηνεύεται το πώς η ψυχή γνωρίζει τον Θεό519. Η ψυχή νοεί τα νοητά όχι ως «λόγον ἔχουσα» αλλά ως νους, ο οποίος ορά τα νοητά. Τότε ο νους θεωρείται ως η βασική ψυχική λειτουργία του ανθρώπινου όντος520. Βεβαίως δεν πρέπει να διαφεύγει από τη σκέψη μας ότι ο νους, προκειμένου να γνωρίσει τον Θεό, που είναι επέκεινα τών νοητών, πρέπει να καταστεί απαθής και άϋλος521. Την εν λόγω κατάσταση θα επιτύχει ο άνθρωπος, όταν απεγκλωβισθεί από τα στενά όρια της σαρκικής γνώσεως και κατορθώσει και φτάσει στην ψυχική και από την ψυχική στην πνευματική γνώση. Τότε θεάται τoν Θεό και αποκτά τη θεία γνώση, η οποία τον οδηγεί στη σωτηρία του. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι η γνώση τού Θεού που κατακτά ο άνθρωπος ύστερα από τήν καθαρότητα του νου δεν είναι εγκεφαλική, αλλά υπαρξιακή, δηλαδή όλο το είναι τού ανθρώπου συμμετέχει στη θεογνωσία. Προϋπόθεση βασική, για να φθάσει ο άνθρωπος σε αυτήν την «ὑψηλή» γνώση ορίζεται το να προηγηθεί η κάθαρση της εσωτερικότητας, δηλαδή η θεραπεία της ψυχής, του νοός και της καρδίας. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν
Θεόν ὄψονται»522.

Μόνο τότε ο κεκαθαρμένος νους θα μπορεί να θεωρείται η ακρότητα της ψυχής523. Η ψυχή φλέγεται από την έφεσή της να πραγματώσει τη θεϊκή φύση της, να εισδύσει στην περιοχή τού ανεσπέρου φωτός524. Ο έρωτας αυτός της ψυχής και, κατά συνέπεια, του νου κατά Χριστόν διαφέρει από τον έρωτα του Πλάτωνος, ο οποίος εστιάζει κυρίως στο πράγμα, διότι ο χριστιανικός έρωτας κατευθύνεται στον Δημιουργό, τον επέκεινα του κόσμου, στη θεία μέθεξη. Επομένως, επειδή ο νους είναι
το καθαρότερο μέρος της ψυχής, για τον λόγο αυτόν ονομάζεται ακρότητα525 -προφανώς ως κορυφωτική κατάσταση- και είναι ο παράγων εκείνος που βοήθησε το Μωυσή να αναχθεί στον θείο γνόφο και να γνωρίσει, όσον ένεστι, τον Θεό526. Όπως σε όλα τα σημεία έτσι και εδώ οι διαλεκτικοί αναβαθμοί είναι διάχυτοι και καταγράφουν την επί τα βελτίω πορεία.

Σημειώσεις
510. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί θείων Ὀνομάτων, PG 3, 628BC.
511. Δ. Μπαλτά, Οντολογικά ζητήματα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 111.
512. Αυτόθι. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Οὐρανίας ἱεραρχίας, PG 3, 281C.
513 Γεωργίου Παχυμέρη, Φιλοσοφία, 128ν (= 139ν). «Ο θεωρητικός νους (κατά τόν Αριστοτέλη) εξετάζει τον Κόσμο, ενώ ο πρακτικός το αγαθό. Και το δεύτερο έχει σχέση με το σκοπό. Ο θεωρητικός νους γνωρίζει το αντικείμενό του χωρίς να αποβλέπει σ' ένα χρήσιμο ή ωφέλιμο σκοπό, ενώ αντίθετα η γνώση του πρακτικού νου έχει ως σκοπό την αξιολόγηση ενός αντικειμένου ως αγαθού, το οποίο είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για τον ανθρώπινο βίο και του οποίου η απόκτηση είναι σε θέση να ικανοποιήσει μία ανάγκη και να καταστήσει ευτυχισμένο ή εὐδαίμονα τον άνθρωπο. Από αυτή την άποψη, ο πρακτικός νους διαμορφώνει την όρεξη με σκοπό να κατευθύνει την ανθρώπινη πράξη», Ν. Αγγελή, «Η θεωρία της Γνώσης κατά τον Αριστοτέλη», Αντίφωνο, 18 Ιουνίου 2008, http://www.antifono.gr/portal/B1/6851.html
514. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1029D, 1045B.
515. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί θείων ὀνομάτων, PG 3, 628BC. Δ. Μπαλτά, Οντολογικά ζητήματα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 135.
516. Ιωάννη Δαμασκηνού, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 26.44 -52, PG 94, 1012Α.
517. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ Ἀνθρώπου, PG 44,160D. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Γ΄, έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 225-226.
518. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί θείων Ὀνομάτων, PG 3, 768B.
519. Αυτόθι.
520. Αυτόθι, PG 3, 768BC.
521. Αυτόθι, PG 3, 877CD.
522. Ματθ. 5, 8. Ε. Αρτέμη, «Ο έκτος λόγος τοῦ Γρηγορίου Νύσσης εις τους Μακαρισμούς», ανάτυπο από το περιοδικό Κοινωνία 45(2002) 169-172.
523. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1021C.
524. Β. Ν. Τατάκη, Χριστιανικό Συμπόσιο, εκδ. Εστία, Αθήνα 1967, σ. 82.
525. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1021C.
526. Αυτόθι, PG 3, 1021CD.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διαβάζοντας κανείς αυτό το κείμενο διακρίνει, πόσο πίσω οπισθοχώρησε η 'Δύση' προς τη βαρβαρότητα, εγκαταλείποντας ακόμα και τον δικό της Μεσαίωνα...