Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Οι θρησκείες στην προοπτική της Χριστιανικής Θεολογίας (2)

Συνέχεια από:Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Οι θρησκείες στην προοπτική της Χριστιανικής Θεολογίας
Και η αυτοκατανόηση του Χριστιανισμού στην σχέση του με τις εξωτερικές στην Εκκλησία θρησκείες.
          
Του Wolfhart Pannenberg.

1. Απο απόψεως Χριστιανικής, οι άλλες θρησκείες έχουν να κάνουν με την ίδια θεία πραγματικότητα πρός την οποία στρέφεται η Χριστιανική πίστη;
          
Image result for η ένωση των θρησκειωνΗ πλειοψηφία των Χριστιανών Θεολόγων ισχυρίστηκε ότι πρέπει να δώσει μία απολύτως αρνητική απάντηση σ'αυτή την ερώτηση! Όχι μόνον η Π.Δ. απαγόρευσε στον Ισραήλ να λατρεύσει ξένες Θεότητες, αλλά η Εβραϊκή σκέψη, απο τους χρόνους τής εξορίας-και ακριβέστερα απο την προφητεία του Δευτερο-Ησαΐα τον Έκτο αιώνα π.χ.-επιβεβαίωσε την Μηδενικότητα τών Θεών που λατρεύονται απο άλλους λαούς "αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών, προσκυνήσατε αυτώ πάντες οι άγγελοι αυτού, του Κυρίου πάσης της γής" (Ψαλμοί 96 7-5). Στην βάση αυτής της Πολεμικής βρίσκεται η ταύτιση του Ιουδαϊκού Θεού με τον Δημιουργό του κόσμου και τον κυβερνήτη τής ιστορίας. Δέν άφηνε κανέναν χώρο στην δύναμη άλλων Θεών απέναντι στον μοναδικό Θεό του Ισραήλ. Έτσι για τους προφήτες, η πραγματικότης τών ξένων Θεών περιοριζόταν στα αγάλματα που κατασκεύαζαν απο ξύλο και μέταλλο οι άνθρωποι (Ησ. 44,9). Μία πιό όψιμη εβραϊκή θρησκευτική κριτική πρόσφερε στους Θεούς τών άλλων λαών ένα μεγαλύτερο περιεχόμενο πραγματικότητος, στο μέτρο που ταύτιζε στις φυσικές δυνάμεις και στα άστρα, αυτό που βρισκόταν στην βάση τής λατρείας τών άλλων λαών για την Θεότητα (Σοφία Σολ. 13,2...) και η διάγνωση στηριζόταν στο μπέρδεμα ανάμεσα στα κτιστά αποτελέσματα και την Θεία αιτία (13, 5-9). Έτσι και ο Απ. Παύλος είδε στις θρησκείες τών λαών την λατρεία των κτισμάτων στην θέση τού Δημιουργού (Ρωμ. 1,25), καθώς στρεφόταν στις αναπαραστάσεις των Θεοτήτων σε ζωϊκές ή ανθρώπινες μορφές (1,23). Μ'αυτό όμως, ήδη στους χρόνους του Αποστόλου, ήταν δυνατόν να εννοηθεί μόνον ένα μέρος των θρησκευτικών αναπαραστάσεων του Θεού. Για την εννοιολόγηση τού Θεού της αρχαίας Ελλάδος είναι οπωσδήποτε αληθές ότι η Θεότης του Διός δέν εξαντλείται φυσικά στην μορφή του ανθρωπομορφικού σχεδιασμού ούτε και ταυτίζεται με τις φυσικές δυνάμεις, όπως η βροντή και η αστραπή. Είναι σωστό πάντως που σήμερα η αντι-παράθεση με τις ανατολικές θρησκείες αλλά πάνω απ'όλα με τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους δέν τοποθετείται σ'αυτό το επίπεδο. Παρ'όλα αυτά όσον αφορά τους Εβραίους, ήδη το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο δήλωσε ότι ο Πατέρας τους δέν είναι ο Θεός (Ιωάν 8,41), αλλά ο δαίμων (8,44). όπως φανερώνεται απο το γεγονός ότι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Ιησού. Σε σχέση με την Εβραική θρησκεία αναγνωρίζεται ήδη εδώ καθαρά η ίδια γραμμή, η οποία μερικές δεκαετίες αργότερα, εκφράστηκε στο γράμμα του Βαρνάβα. Οι Χριστιανοί δέν αναγνωρίζουν στους Ιουδαίους αντιπάλους τους το δικαίωμα να επικαλούνται την ίδια θρησκευτική παράδοση, δηλαδή την Π.Δ. και επομένως τον Θεό του Ισραήλ.
          Η επιρροή αυτού του τρόπου σκέψης πάει πολύ μακρυά στην ιστορία τής Χριστιανικής σκέψης, και θεμελιώνεται εξ'άλλου στις βιβλικές μαρτυρίες. Η Χριστιανική Θεολογία επομένως έχει μία κάποια δυσκολία να απομακρυνθεί, αλλά υπάρχουν όμως και άλλες πλευρές στις βιβλικές μαρτυρίες. Η θρησκευτική κριτική του Παύλου, κατ'αρχάς, προϋποθέτει-όπως εκείνη του Ιουδαϊκού Ελληνισμού στην Σοφία Σολομώντος, αλλά πιό τονισμένα-ότι οι άνθρωποι του κόσμου των Εθνικών γνωρίζουν αρκετά καλά τον μοναδικό και δημιουργό Θεό, την αιώνια δύναμή του και την Θεότητά του (Ρωμ. Ι, 20), και αυτό παραμένει σαν σταθερή προϋπόθεση στον έλεγχο που απευθύνεται στους ανθρώπους διότι μπέρδεψαν τα κτίσματα με τον Δημιουργό, έχοντας λατρεύσει αυτά στην θέση αυτού. Αυτή η ίδια η σύγχυση μπορεί να προκύψει μόνον εάν αυτό που συγχέεται είναι γνωστό, παρότι με αβέβαιο τρόπο. Και σε μία τέτοια γνώση βασίστηκε ο Απόστολος Παύλος-βάσει των Πράξεων των Αποστόλων-όταν μίλησε στον λόγο του πρός τους Αθηναίους, για τον άγνωστο Θεό που λάτρευαν (Πρ. 17,23) και έδειξε την ταυτότητα του με τον Θεό Δημιουργό της Βίβλου, αναφέροντας ακόμη και στον δημιουργό Θεό της βίβλου έναν στίχο του ποιητού Άρατου πρός τον Δία, όπου η δήλωση "μέσα σ'αυτόν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχομεν", θεμελιώνεται στην επιβεβαίωση "του γάρ και γένος εσμέν" (17,28). Αυτό όμως σημαίνει επίσης ότι η λατρεία των Ελλήνων για τον Δία πρέπει αναγκαίως να αναφερθεί κατά κάποιο τρόπο στον μοναδικό αληθινό Θεό, παρότι στην απουσία μίας πλήρους συνειδήσεως τής αληθινής του ταυτότητος!
          Βεβαίως θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι οι διατυπώσεις αυτές ανήκουν στον συγγραφέα των πράξεων, αλλά όταν αυτός ο ίδιος στην πρός Ρωμαίους, επικαλείται την γνώση που έχουν οι άνθρωποι τής αιωνίου δυνάμεως και Θεότητος του Θεού, η σκέψη πρέπει ξανά να κατευθυνθεί πρός τις θρησκείες τής ανθρωπότητος σαν μέσον και γνώση μίας τέτοιας γνώσης, και όχι στην φυσική γνώση που έχουν οι φιλόσοφοι. Η υπεροχή αυτής της τελευταίας, την οποία προτίμησαν στην διάρκεια των αιώνων οι Χριστιανοί εξηγητές έχει ήδη προσβληθεί λόγω του γεγονότος ότι τα φιλοσοφικά δόγματα για τον Θεό είναι κάτι που αφορά μερικούς ανθρώπους, ενώ ο Παύλος μιλά για μία γνώση της αιωνίου δυνάμεως και Θεότητος του Θεού η οποία είναι σε όλους τους ανθρώπους. Και μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή αρθρώνεται μόνον στην ζωή τών ανθρώπων και στην θρησκεία τους παρά το λάθος τους το οποίο οφείλεται στην σύγχυση ανάμεσα στον Δημιουργό και στο δημιούργημα! Αλλά ούτε και ο Χριστιανισμός απέφυγε, στην διάρκεια της ιστορίας του, να αναμειχθει με ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά στην έννοια του Θεού.
          Έτσι λοιπόν είναι βέβαιο ότι αυτή η παρατήρηση τού Απ. Παύλου απευθύνεται στις θρησκείες των λαών και η Χριστιανική Θεολογία πράττει καλώς που ξανασκέπτεται και τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστιανισμός πρέπει να ατενίσει την πρώτη Εντολή του Νόμου.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: