Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ (37)

Συνέχεια από: Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
  
   Αφού εξέθεσε και υπερασπίσθηκε την αρχή τής μή-αντιφάσεως (A.T.M.A) ο Αριστοτέλης, πάντοτε στο βιβλίο IV της Μεταφυσικής, παρουσιάζει την ακόλουθη άλλη αρχή: "ἀλλὰ μὴν οὐδὲ μεταξὺ ἀντιφάσεως ἐνδέχεται εἶναι οὐθέν, ἀλλ' ἀνάγκη ἢ φάναι ἢ ἀποφάναι ἓν καθ' ἑνὸς ὁτιοῦν". {Αλλά ούτε ανάμεσα στα δύο αντιφατικά είναι ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι, αντίθετα είμαστε αναγκασμένοι ή να δεχθούμε ή να αρνηθούμε ενός και του ιδίου αντικειμένου, ένα μόνον από τα αντιφατικά, όποιο κι' άν είναι!}(Μετ. 1011 b 23-24). Σε άλλο σημείο η διατύπωση είναι διαφορετική, αλλά και πάλι διαυγέστατη! "η αντίφαση είναι μία αντίθεσις της οποίας, υπολογιζόμενης καθ'αυτής, δέν υπάρχει κανένα ενδιάμεσο, ενώ τα μέρη της αντιφάσεως το ένα είναι η κατάφαση κάποιου τι σε κάτι, ενώ το άλλο η άρνηση κάτι τι από κάτι τις!" (Αναλ. ύστερα 72 a 12-14). Στην μοντέρνα σχολαστική, δηλαδή στην ορθολογιστική γερμανική φιλοσοφία αυτό ονομάστηκε "principium tertii exclusi", ο νόμος του τρίτου μέσου αποκλείσεως, και μπορεί να εκφραστεί μέσω της διατυπώσεως "Α ή είναι Β ή είναι μή-Β". Πρόκειται καταφανώς για ένα συμπλήρωμα της A.T.M.A. Δέν είναι μία ανεξάρτητη αρχή. Διότι εάν Α δέν είναι Β, δέν μπορεί να είναι, σύμφωνα με την A.T.M.A ταυτοχρόνως και κάτω από την ίδια άποψη και Β, γι'αυτό πρέπει να είναι μόνον όχι-Β. Εάν όμως δέν είναι μή-Β, τότε δέν μπορεί να είναι, πάντοτε βάσει της A.T.M.A ταυτοχρόνως και κάτω από την ίδια άποψη, και μή-Β, γι'αυτό πρέπει να είναι μόνον Β. 
          Εντελώς διαφορετικά από την A.T.M.A η αρχή της τρίτου αποκλείσεως (α.τ.τ.α) μπορεί να αποδειχθεί, και ο Αριστοτέλης την αποδεικνύει αποτεινόμενος πέραν της A.T.M.A και στις έννοιες επίσης του αληθούς και του ψεύδους, κάτι που φανερώνει αμέσως ότι η νέα αρχή έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι τόσο στην σφαίρα της σκέψης και του διαλόγου, όσο σ'εκείνη των σχέσεων με την πραγματικότητα! 
"δῆλον δὲ πρῶτον μὲν ὁρισαμένοις τί τὸ ἀληθὲς καὶ ψεῦδος. τὸ μὲν γὰρ λέγειν τὸ ὂν μὴ εἶναι ἢ τὸ μὴ ὂν εἶναι ψεῦδος, τὸ δὲ τὸ ὂν εἶναι καὶ τὸ μὴ ὂν μὴ εἶναι ἀληθές, ὥστε καὶ ὁ λέγων εἶναι ἢ μὴ ἀληθεύσει ἢ ψεύσεται: ἀλλ' οὔτε τὸ ὂν λέγεται μὴ εἶναι ἢ εἶναι οὔτε τὸ μὴ ὄν". {Αυτή η αρχή ξεκαθαρίζει αμέσως μόλις ορίσουμε τί είναι αληθές και τί ψεύδος. Το να πει κάποιος ότι "το όν μή είναι" ή "το μή όν είναι" είναι ψεύδος, ενώ το να πει "το όν είναι" και "το μή όν μή είναι" είναι αληθές. Έτσι όποιος λέει για κάτι ότι είναι ή ότι δέν είναι είτε θα αληθεύει είτε θα ψεύδεται. Αλλά εάν υπήρχε ένας ενδιάμεσος όρος μεταξύ ανάμεσα στην αντίφαση (ή στα δύο αντιφατικά) ούτε του όντος ούτε του μή-όντος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ή είναι ή δέν είναι}. (Μετ. 1011 b 26-29). Εδώ ο Αριστοτέλης στηρίζεται στην διχοτομία ανάμεσα στο αληθές και στο ψεύδος, τα οποία κατανοούνται αντιστοίχως σαν να αντιστοιχούν ή να μήν αντιστοιχούν ανάμεσα στον λόγο και την πραγματικότητα! Για να αποδείξει πώς αυτή η διχοτομία συνεπάγεται μία ίση διχοτομία ανάμεσα στην βεβαίωση και στην άρνηση ενός κατηγορουμένου ενός υποκειμένου (αυτή είναι η σημασία της φράσης όπως "το όν είναι" και το "όν δέν είναι", δέν έχει την σημασία που της δίνει ο Παρμενίδης). Διότι εάν πράγματι υπήρχε μία τρίτη δυνατότης ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύδος θα υπήρχε και μία τρίτη δυνατότης ανάμεσα στην βεβαίωση και την άρνηση! Αυτό δείχνει φυσικά ότι η α.τ.τ.α ισχύει κατ'ουσίαν στο πλαίσιο μίας λογικής σε δύο αξίες, όπως εκείνη ακριβώς η οποία δέχεται μόνον το αληθές και το ψευδές, ενώ δέν ισχύει αναγκαίως σε λογικές με τρείς ή περισσότερες αξίες (ή αξιώματα) δηλαδή πολυδύναμες. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η α.τ.τ.α εντελώς διαφορετικά απο την A.T.M.A δέν ισχύει για κάθε συζήτηση, αλλά μόνον για εκείνες οι οποίες ενδιαφέρονται να γνωρίσουν πώς είναι τα πράγματα σε μία πραγματικότητα η οποία δέν είναι καθαρά ιδεαλιστική ή συμβατική!
          Ακόμη και γι'αυτές τις συζητήσεις στις οποίες υπεισέρχονται οι διάφορες επιστήμες, υπάρχει όμως μία διαφορά αναλόγως εάν αναφέρονται σε καταστάσεις πραγμάτων παρόντων ή παρελθόντων ή σε καταστάσεις μελλοντικών πραγμάτων. Ενώ λοιπόν οι καταστάσεις των παρόντων ή παρελθόντων πραγμάτων είναι ήδη προσδιορισμένες μ'έναν κάποιο τρόπο και έτσι ανάμεσα στα μέρη της αντιφάσεως που αναφέρονται σ'αυτά ένα είναι ήδη αληθινό δηλαδή εκείνο που λέει πως είναι αυτά, και το άλλο είναι ήδη ψευδές, δηλαδή εκείνο που λέει πώς αυτά δέν είναι, για τις καταστάσεις των μελλοντικών πραγμάτων, δηλώνει ο Αριστοτέλης, η συζήτηση είναι διαφορετική, δηλαδή δέν μπορούμε να πούμε ότι ένα από τα δύο μέρη της αντιφάσεως είναι ήδη αληθινό και το άλλο είναι ήδη ψευδές. Αυτό είναι το διάσημο πρόβλημα των ενδεχομένων, των μελλοντικών, στα οποία είναι αφιερωμένο το κεφ. 9 του "Περί ερμηνείας" και το οποίο προκάλεσε ποτάμια μελάνης, ιδιαιτέρως ανάμεσα στους ειδικούς της τυπικής λογικής. Χωρίς την απαίτηση τής λύσης των προβλημάτων που προκάλεσε, θα περιοριστώ να υπενθυμίσω ότι ο Αριστοτέλης απωθεί ενεργητικά την αιτιοκρατία την οποία υποστηρίζουν μάλλον οι Μεγαρείς (κληρονόμοι και σ'αυτό των Ελεατών), διότι αυτή θα καταργούσε την πραγματικότητα τού ενδεχομένου, δηλαδή αυτού που μπορεί να είναι και να μήν είναι επίσης, το οποίο είναι για τον Αριστοτέλη όμως ένας από τους βασικούς τρόπους του Είναι. Παρατηρώ επίσης ότι από το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης δηλαδή "δέν είναι αναγκαίο αύριο" να έχουμε μία ναυμαχία, ούτε είναι αναγκαίο να μήν συμβεί, αλλά είναι αναγκαίο να συμβεί ή να μήν συμβεί" (Περί ερμηνείας 9, 19 a 30-32), συμπεραίνεται όχι μόνον μία επαναβεβαίωση της αρχής τής μή-αντιφάσεως (A.T.M.A) στην αντιπαρμενιδική μορφή που αναφέραμε ("είναι αναγκαίο το όν να είναι όταν είναι κ.τ.λ") αλλά και μία επιβεβαίωση τής αρχής τού τρίτου αποκλείσεως (α.τ.τ.α). Ακόμη και για τις μελλοντικές συμπτώσεις, δηλαδή, παρότι δέν είναι μέρος της αντιφάσεως λόγω της οποίας μπορούμε να πούμε ότι είναι αναγκαίως αληθινή και μία άλλη είναι αναγκαίως ψευδής, μπορούμε να πούμε ότι είναι αναγκαίως αληθινή η εναλλακτική ανάμεσά τους και ότι η άρνησή της είναι ψευδής.
          Νομίζουμε ότι σ'αυτή την κατάσταση είναι δυνατόν να οδηγηθεί και η άρνηση τής α.τ.τ.α η οποία οφείλεται στην λογική τού διαισθητισμού τού Brouwer και Heyting. Είναι πράγματι αλήθεια ότι ο ιδρυτής της μαθηματικής διαισθησιαρχίας αρνείται την ισχύ, μέσα στο πλαίσιο των μαθηματικών απείρων συστημάτων, της α.τ.τ.α, αλλά αυτό είναι δυνατόν ακριβώς επειδή σ'αυτά τα συστήματα η έννοια τής πεπερασμένης κατασκευής και σημασίας αντικαθίσταται με την άπειρη κατασκευή, κάτι που με τους αριστοτελικούς όρους εξισούται κατά κάποιο τρόπο, με εκείνον της αοριστίας ή της ενδυναμώσεως, δηλαδή κατατάσσεται σε εκείνο το επίπεδο της τροπικότητος, λόγω του οποίου, όπως είδαμε η αρχή α.τ.τ.α ισχύει μόνον κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή όχι με την σημασία να καθορίσει ότι μία από τις δύο προτάσεις στις οποίες η δυνατότης εκφράζεται είναι ήδη αληθινή και η άλλη ήδη ψευδής, αλλά με την σημασία ότι μόνον μία απο τις δύο θα πραγματοποιηθεί και επομένως θα αποτελέσει την αληθινή. Έτσι λοιπόν ας έχουμε υπ'όψιν ότι, όταν ο Αριστοτέλης αποδίδει στην α.τ.τ.α. μία γνωστική λειτουργία, σκέπτεται στην γνώση μίας καθορισμένης πραγματικότητος, η οποία είναι γι'αυτόν επίσης το αντικείμενο των μαθηματικών, δέν σκέπτεται μία αόριστη πραγματικότητα. Για κάποια διαφορετικά μαθηματικά, όπως τα διαισθητικά, η αρχή χάνει οπωσδήποτε εκείνη την επάρκεια, αλλά μόνον επειδή αυτά τα συγκεκριμένα μαθηματικά αρνούνται να είναι γνώση μίας πραγματικότητος ήδη καθορισμένης!
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: