Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (33)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
του Enrico Berti.
  
 Η αρχή της μή-αντιφάσεως και οι διαφορετικές χρήσεις τής 

διαλεκτικής στον Αριστοτέλη.
        
  Κεφάλαιο IV (συνέχεια)      


Η Αριστοτελική διατύπωση τής αρχής τής μή-αντιφάσεως (Α.Τ.Μ.Α.), ενώ επαναπροσλαμβάνει και εκφράζει με συνέπεια τα διάφορα σημεία, απο το έργο τού Πλάτωνος, στα οποία αναφέρεται, διαφέρει βαθειά απο την διατύπωση τού Παρμενίδη, η οποία δέν είναι ακριβώς μία διατύπωση τής Α.Τ.Μ.Α., αλλά μόνον τής αδυναμίας υπάρξεως τού μή-είναι και επομένως τής αρνήσεως. Η Αριστοτελική διατύπωση λοιπόν, δέν λέει ότι είναι αδύνατον ένα πράγμα να μήν ανήκει σε ένα ιδιαίτερο πράγμα, δηλαδή ότι αυτό το τελευταίο δέν υπάρχει κατά κάποιο τρόπο, ή επίσης ότι δέν είναι απόλυτο, δηλαδή δέν υπάρχει. Λέει μόνον ότι είναι αδύνατον αυτό να συμβαίνει ταυτόχρονα και κάτω απο την ίδια οπτική γωνία, και επομένως το ίδιο πράγμα ανήκει στο ίδιο πράγμα, δηλαδή αυτό το τελευταίο είναι κατά κάποιο τρόπο ή υπάρχει απολύτως. Ενώ λοιπόν για τον Παρμενίδη, η βεβαίωση, δηλαδή να πεί ότι [ένα οποιοδήποτε πράγμα] είναι (κατά έναν κάποιο τρόπο, ή ακόμη και απολύτως) είναι μία αναγκαία βεβαίωση, τόσο πολύ μάλιστα ώστε "δέν είναι δυνατόν να μήν είναι", για τον Αριστοτέλη αυτό ισχύει μόνον στην περίπτωση τών κατηγορουμένων τα οποία είναι ακριβώς αναγκαία, δηλαδή ουσιώδη, και εκφράζουν μία τέλεια ταυτότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο (ή την αναγκαία ύπαρξη του υποκειμένου), ενώ δέν ισχύει για όλες τις άλλες δηλώσεις, δηλαδή τα τυχαία κατηγορούμενα (τα συμβεβηκότα) ή τά εκ των πραγμάτων ή εκ της εμπειρίας. Όλες αυτές μπορούν κάλλιστα να απορριφθούν, χωρίς να επηρεάζεται η Α.Τ.Μ.Α, η οποία καθαυτή δέν αναγκάζει ούτε την θέση ούτε την άρνηση, αλλά απαγορεύει απλώς να κάνουμε ταυτόχρονα το ένα και το άλλο πράγμα. Για τον Παρμενίδη δηλαδή η ανάγκη αφορά την επιβεβαίωση, και επομένως το αδύνατο αφορά την απλή άρνηση, ενώ για τον Αριστοτέλη η ανάγκη αφορά την εναλλαγή ανάμεσα στην θέση και στην άρνηση και επομένως το αδύνατο αφορά την σύγχρονη παρουσία τους!
          Αυτό που διακρίνει την αριστοτελική διατύπωση από τού Παρμενίδη είναι, όπως έχουμε ήδη πεί, το πολυσήμαντο τής έννοιας τού είναι, η οποία αντιτίθεται στην μονοσημαντότητα (ενδόμυχο ή ασυνείδητο) της έννοιας τού είναι του Παρμενίδη. Για τον Αριστοτέλη το ρήμα "είναι" δέν λέει ούτε την ύπαρξη μόνον, ούτε την ουσία μόνον τού υποκειμένου στο οποίο χρησιμεύει σαν κατηγορούμενο, αλλά εάν λέγεται η ύπαρξη, λέει πάντοτε την συγκεκριμένη ύπαρξη, η οποία έχει μία διαφορετική σημασία αναλόγως τής κατηγορίας στην οποία ανήκει το υποκείμενο. Και εάν δέν λέγεται η ύπαρξη, είναι δυνατόν να ειπωθεί ή η ουσία ή οποιοδήποτε άλλο κατηγορούμενο, το οποίο δέν ανήκει αναγκαίως σ'αυτή.
          Τα παραδείγματα αυτής της δεύτερης πιθανότητος, δηλαδή εκείνης όπου το Είναι δέν χρησιμοποιείται με υπαρξιακή σημασία, είναι τα πιό προφανή: εάν λέω ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, δηλαδή λογικό ζώο, το ρήμα Είναι εκφράζει την ουσία τού υποκειμένου, κάτι δηλαδή που του ανήκει αναγκαίως, το οποίο δέν μπορούμε να αρνηθούμε παρά μόνον εάν εγκαταλείψουμε την αλήθεια τής συζητήσεως, δηλαδή την ανταπόκρισή της στην πραγματικότητα και η πρόταση εκφράζει μία ταυτότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο. Εάν όμως λέω ότι ο Σωκράτης είναι λευκός ή καθιστός, το ρήμα Είναι εκφράζει μία ποιότητα ή μία ποσότητα ή μία θέση του υποκειμένου, όλα αυτά πράγματα που δέν του ανήκουν αναγκαίως, και μπορούν κάλλιστα να απορριφθούν σε συγκεκριμένες περιστάσεις και η πρόταση δέν εκφράζει μία ταυτότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο, αλλά απλώς ότι ένα πράγμα ανήκει σε ένα διαφορετικό πράγμα! Ο Αριστοτέλης πιστοποιεί καθαρά αυτή την διάκριση στο βιβλίο IV της Μεταφυσικής όπου δηλώνει : "δέν είναι δυνατόν το ανθρώπω είναι (δηλαδή η ουσία του ανθρώπου, για παράδειγμα ζώον λόγον έχων) να σημαίνει αυτό που δέν συνιστά το είναι του ανθρώπου (όπερ μή είναι ανθρώπω, δηλαδή ένα συμβεβηκός, για παράδειγμα είναι λευκός), εάν είναι αλήθεια ότι η λέξη άνθρωπος δέν έχει μόνον  μία σημασία αναφορικά με κάποιον (καθ'ενός) αλλά έχει και μία σημασία που είναι Εν (το Εν σημαίνει). Δέν αξιώνουμε ότι το Eν σημαίνειν είναι το ίδιο με το σημαίνειν ένα συγκεκριμένο πράγμα (το καθ'ενός) δηλαδή το κατηγορούμενο ενός συγκεκριμένου πράγματος, διότι μ'αυτόν τον τρόπο η λέξη μουσικός και η λέξη λευκός θα σήμαιναν το ίδιο με την λέξη άνθρωπος, έτσι ώστε όλα τα πράγματα θα ήταν ένα, διότι θα ήταν συνώνυμα, δηλαδή θα είχαν διαφορετικά ονόματα αλλά με την ίδια σημασία" (Μετ. IV 4, 1006 b 13-18). [Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΣ]
          Η διαφορά ανάμεσα στο "σημαίνει  ένα πράγμα" και στο "σημαίνει σχετικά με κάποιον" είναι όπως βλέπουμε, η διαφορά ανάμεσα στα ουσιώδη κατηγορήματα, τα οποία μας λένε "τί είναι" ένα πράγμα (για παράδειγμα τί είναι ο άνθρωπος) και επομένως το εννοούν αμέσως και στα κατά συμβεβηκός (τυχαία) κατηγορήματα, τα οποία δείχνουν μία πλευρά, μία μή-ουσιώδη ιδιότητα ενός πράγματος, σημαίνουν δηλαδή ότι ανήκουν σ'ένα πράγμα (για παράδειγμα στον άνθρωπο) κάποια πράγματα διαφορετικά, δηλαδή κάτι που έχει διαφορετική ουσία (π.χ. να είναι λευκό).
          Αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα που δείχνουν και την πρώτη δυνατότητα, εκείνη δηλαδή στην οποία ένα ρήμα χρησιμοποιείται με υπαρξιακή σημασία: εάν λέω ότι ο Σωκράτης Είναι με την έννοια ότι υπάρχει, το ρήμα Είναι εκφράζει τον τρόπο της υπάρξεως των ουσιών ακριβώς, που είναι η καθαυτή ύπαρξη, το υφίσταμαι. Μάλιστα δέ ακριβέστερα εκφράζει τον τρόπο υπάρξεως των ζωντανών ουσιών, που είναι η Ζωή. Να πούμε λοιπόν ότι ο Σωκράτης είναι, είναι σαν να πούμε ότι είναι ζωντανός και να πούμε ότι δέν είναι, είναι σαν να λέμε ότι είναι νεκρός. Εάν πώ όμως ότι το λευκό είναι, δηλαδή με την έννοια ότι υπάρχει, το ρήμα είναι εκφράζει τον τρόπο υπάρξεως των χρωμάτων ή των ποιοτήτων, ο οποίος είναι σε άλλο, στον χρωματισμό ή στον χαρακτηρισμό κάτι άλλου. Αυτή η δεύτερη σημασία είναι διαφορετική απο την πρώτη, παρότι συνδέεται μαζί της, με την έννοια ότι χωρίς την πρώτη δέν θα ήταν δυνατή. (Εάν δέν υπήρχαν οι ουσίες, δέν θα υπήρχαν ούτε οι ποιότητες οι οποίες προσχωρούν σ'αυτές! Ακόμη και αυτή η διαφορά σημειώνεται από τον Αριστοτέλη, όταν δηλώνει για παράδειγμα ότι "για τα ζωντανά όντα το είναι σημαίνει ζωή" (Περί ψυχής ΙΙ 4, 415 b 14) και ότι "μία είσοδος υπάρχει επειδή βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη θέση (ούτως κείται) και το Είναι είσοδος σημαίνει το ούτως αυτό κείσθαι, και το είναι πάγος σημαίνει την συμπύκνωση μ'έναν κάποιο τρόπο (το ούτω πεπυκνώσθαι) [Μετ. VIII 2, 1042 b 26-28].
          Το ότι όμως η ύπαρξη ανήκει σε ένα συγκεκριμένο πράγμα αναγκαίως, όπως το απαιτεί ο Παρμενίδης όταν βρίσκει αδιανόητο ένα πράγμα να μήν είναι, μπορεί να είναι αληθινό στην περίπτωση κατά την οποία έχει την ύπαρξη σαν την ίδια την δική του ουσία, δηλαδή είναι το καθαυτό Είναι, που όμως εάν υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα, πρέπει να αποδειχθεί. Εάν ο Παρμενίδης το θεωρεί βέβαιο, μάλιστα δέ θεωρεί βέβαιο ότι κάθε πράγμα βρίσκεται σ'αυτή την κατάσταση, είναι επειδή δέν διακρίνει το Είναι σαν ουσία, από το Είναι σαν συμβεβηκός, και ούτε ξεχωρίζει τελικώς την ύπαρξη της ουσίας δηλαδή, διότι τουλάχιστον ενδόμυχα, εννοεί το Είναι με μία σημασία μόνον, δηλαδή μονοσήμαντα!

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: