Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (50)

Συνέχεια από Πέμπτη, 18  Αυγούστου 2016
                                     PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

                                                     ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                              ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                                        Πρώτη περίοδος
                                                     3.  Θ Ρ Α Σ Υ Μ Α Χ Ο Σ
                                                     ( ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΒΙΒΛΙΟ Ι )
    
 Ο Θρασύμαχος, ο γνωστός ρήτορας (Rhetor), ο ‘τεχνίτης’ και συστηματικός τής ρυθμικής πρόζας (πεζού λόγου…), ο άνθρωπος με το δηλωτικό όνομα «παράτολμος (ιταμός, θρασύς…) μαχητής», εκπροσωπεί – χωρίς να γνωρίζουμε με ποιο ιστορικό ‘δικαίωμα’ – τον «τυραννικό» τύπο για τον Πλάτωνα. Συνενώνει τον ρητορικο-σοφιστικό και τον τυραννικό τρόπο ύπαρξης, επειδή βλέπει να αναπτύσσεται στο ρητορικο-σοφιστικό έδαφος το τυραννικό στοιχείο ο Πλάτων. Κάτι που θα το αναλύση στον διάλογο «Γοργίας», με τον Γοργία ως τεχνίτη τού λόγου και τον Καλλικλή ως κήρυκα της θέλησης για δύναμη και εξουσία. Του οποίου ‘πνευματικός’ συγγενής, και μάλιστα οξύτατος, παρουσιάζεται εδώ ευθύς εξαρχής ο Θρασύμαχος, που εισβάλλει ξαφνικά στη συζήτηση ως ‘ταύρος εν υαλοπωλείω’. Και που θα είχε ήδη εισορμήσει με βία στο μέσον τής συζήτησης, αν δεν τον είχε συγκρατήσει η ομήγυρίς του – ή η διαλογική τέχνη τού Πλάτωνα. Ο σοφιστής φανερώνεται όπως πάντα στον Πλάτωνα, με την αντίθεσή του απέναντι στον φιλοσοφικό διάλογο. Είναι πιο εύκολο να ρωτάς απ’ το να απαντάς, λέει (336 C). Και πως έχει τη σωστή απάντηση, ή μάλλον όχι τη σωστή, αλλά «μιαν καλύτερη» (337 D) ή «μιαν πολύ ωραία» (338 Α) – παρόμοια όπως έχει ο Ιππίας άλλον έναν ‘καλοφτιαγμένον’ λόγο για το υπό συζήτηση αντικείμενο, έτοιμον στο ΄τσεπάκι’ του στον διάλογο «Πρωταγόρας» (347 Α Β). Είναι σοφιστικό, το ότι θέτει εκ των προτέρων ‘κανόνες’ για το πώς δεν πρέπει να είναι η απάντηση στον Σωκράτη ο Θρασύμαχος (336 C D), και ‘διασκεδαστικό’ το πώς αφήνει να αναπτύσσεται ακριβώς το χρήσιμο και ωφέλιμο – με τέσσερις μάλιστα διαφορετικές εκφράσεις – κάτω απ’ αυτές τις απαγορευμένες έννοιες (336 D 1. 2), το οποίο και θα συμπεριλάβη κατόπιν (338 C) στον ίδιον τον δικό του ορισμό. Χαρακτηρίζει δε τον σοφιστή η παρανόηση της σωκρατικής ειρωνίας ως ενός ηθελημένου ‘κρυφτού’ (337 Α), καθώς και η απληστία και η κενοδοξία με την οποία επιθυμεί να εισπράξη αμέσως αμοιβή και έπαινο (337 D. 338 C), αλλά και το ότι «μας ‘άδειασε’ κατ’ αρχάς σαν ένας δάσκαλος της κολύμβησης έναν μακρύ λόγο στ’ αυτιά μας», και θέλει μετά να αποχωρήση, αντί να ‘δώση λόγο’ για όσα έχει πη (344 D).
  

    Διαφορετικά απ’ ό,τι ο Πολέμαρχος, ξεκινά με μια δική του θέση ο Θρασύμαχος. Και φανερώνεται σ’ αυτό η διαφορά μεταξύ πνευματικής και ηθικής νωθρότητας εκεί (στον Πολέμαρχο…), και μιας έντασης της σκέψης και της βούλησης εδώ. Η περίφημη θέση, «δικαιοσύνη είναι η ωφέλεια του ισχυροτέρου», διατυπώνει εκείνο το ‘φρόνημα’, που θέλει να στερήση τη δικαιοσύνη απ’ την τελευταία της αναφορά στο έγκυρο και αγαθό, ώστε να χρησιμοποιηθή μεταλλαγμένη, για όσο διάστημα καταπιέζεται κανείς ακόμα, και ‘αυθεντική’, όταν γίνη κι αυτός καταπιεστής. Ο Σωκράτης υποχρεώνει, με εσκεμμένη ‘παρεξήγηση’, να εξηγήση ο συνομιλητής του την τόσο ανεπαρκή διατύπωσή του, που δύσκολα διαμορφώθηκε εξάλλου για πρώτη φορά εδώ. Καθώς αναγνωρίζεται δε ως το εκάστοτε ηγεμονικό στοιχείο στην πολιτεία ο «ισχυρότερος», μετατίθεται και η έννοια του δικαίου απ’ τη σφαίρα τών (οικονομικών…) συναλλαγών στην περιοχή τής πόλης. Κι αν ειπώθηκε παραπάνω, ότι βρισκόμαστε στο πιο απομακρυσμένο απ’ τον Σωκράτη επίπεδο εδώ, ίσως πρέπει κι αυτή η ‘εκτίμηση’ να περιορισθή: γιατί μπορεί να είναι ‘πλησιέστερος’ ακόμα και στον πιο δριμύ αντίπαλο, απ’ ό,τι στον άνθρωπο της χλιαρής μετριότητας ο Σωκράτης. Διαθέτει πράγματι ‘περισσότερο’ πολιτικό φρόνημα απ’ αυτόν που απλώς ‘φτιάχνει περιουσία’ ο τυραννικός άνθρωπος· κι είναι τόσο πιο εξοργιστικό, το πώς το καταχράται.
      Προχωρά και αντικρούει ο Σωκράτης. «Όφελος, συμφέρον»: συμφωνεί σ’ αυτό με τον Θρασύμαχο, που του είχε όμως κατηγορηματικά απαγορεύσει πριν από λίγο, να συμπεριλάβη αυτήν ακριβώς την έννοια στον ορισμό του (336 D)! «Συμφέρον τού ισχυροτέρου» όμως; Όπως φανερώθηκε στη ‘βαθμίδα’ τού Πολέμαρχου, ότι δεν επιτρέπουν καμμιάν καθαρή απόφαση οι έννοιες φίλος και εχθρός, το ίδιο φανερώνεται κι εδώ ότι παραδίδει την όλη υπόθεση στον υποκειμενισμό το «όφελος του ισχυροτέρου». Προσπάθησε να βγη εκεί απ’ την παγίδα περιλαμβάνοντας και το «φαίνεσθαι» στον ορισμό, παραδεχόμενος έτσι και τυπικά τον υποκειμενισμό ο ‘αντίπαλος’ (334 C). Θα αντισταθή δε εδώ με μεγαλύτερη δύναμη ο Θρασύμαχος. Το ότι πρόκειται μάλιστα για έναν, όσο πιο ριζοσπαστικό, τόσο και σοβαρώτερο αντίπαλο, θα το καταστήση σαφές σ’ ένα μικρό, ενδιάμεσο ‘διάλειμμα’ ο Πλάτων. Ο οποίος και δίνει στον Πολέμαρχο αντί για τον Σωκράτη και στον Κλειτοφώντα αντί για τον Θρασύμαχο για λίγο τον λόγο, όπου και θέλει πράγματι να συμπεριλάβη την έκφραση της υποκειμενικότητας (ό ηγείτο ο κρείττων αυτώ συμφέρειν – 340 D) στον ορισμό (τής δικαιοσύνης…) ο Κλειτοφών. Κάτι που το απορρίπτει ωστόσο, οξυδερκέστερος απ’ τον μαθητή του, ο ‘δάσκαλος’ Θρασύμαχος, απαιτώντας να εκληφθή αυστηρά η έννοια «κυρίαρχος», που δεν μπορεί παρά ελάχιστα να ξεγελαστή ως κυρίαρχος, όπως ο χειροτέχνης ως χειροτέχνης ή κι ένας σοφός ως σοφός. Και ‘αποκρούστηκε’ έτσι φαινομενικά – και μόνο βέβαια φαινομενικά –η υποκειμενοποίηση απ’ την πρόταση, κάτι για το οποίο συμπεριφέρεται πλέον με ιδιαίτερο ‘καμάρι’ (υπερηφάνεια…), σκαιότητα και υποτίμηση της σωκρατικής ειρωνίας ο Θρασύμαχος.
     H θέση, ότι δεν θα μπορούσε να πλανηθή και να σφάλη ο σοφός ή ο εξουσιαστής, γιατί ακριβώς τη στιγμή που φαίνεται να πλανάται δεν είναι πια σοφός και κυρίαρχος, μπορεί να χρησιμεύση μόνον ως μια εντελώς υποκειμενοποιημένη ‘λύση’ – και το εννοεί ως εξής ο Θρασύμαχος: ότι ο άνθρωπος, που δεν «ήταν ο εαυτός του», δεν χρειάζεται να ‘εγγυηθή’ για τα πεπραγμένα. Αν το σκεφτούμε όμως αυτό με συνέπεια, οδηγούμαστε στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα: ότι δεν μπορεί δηλ. να πλανηθή ο κυρίαρχος και ο σοφός, επειδή κατέχει γνώση - γνωρίζει· και θα μπορούσε να συναινέση σε ολόκληρη τη φράση τού Θρασύμαχου, ότι «Κάνει αυτό που τον ωφελεί ο αληθινός κυρίαρχος, κι αυτή είναι η δικαιοσύνη», και να κατανοήση (μάλιστα…) κάθε λέξη με τη ‘σωκρατική’ έννοια ο Σωκράτης. Αλλά πρέπει να ‘χτυπάς’ με τα ίδια τους τα όπλα ανθρώπους σαν τον Θρασύμαχο. Πρέπει να εκλαμβάνουμε με ακρίβεια, βεβαιότατα, τις έννοιες (τώ ακριβεί λόγω – 341 C. 345 C). Και δεν μπορούν παρά να εξασκούν ένα πράγμα ο γιατρός ως γιατρός, κι ο πηδαλιούχος ως πηδαλιούχος: την τέχνη τους ο καθένας· και δεν θα αφορά παρά σε ένα πράγμα η τέχνη τους: στην εκπλήρωση του ιδιαίτερου σκοπού της. Γιατί καμμιά τέχνη δεν εξασκείται προς όφελος αυτού που την εξασκεί, άρα τού «ισχυροτέρου», αλλά η καθεμιά προς όφελος εκείνου για τον οποίον και εξασκείται, άρα τού «ασθενεστέρου»   (( Τόσο απλό, και πολύτιμο… )) . Έτσι δεν μπορεί να ασκηθή παρά μόνο για τον ασθενέστερο και η πολιτική κυριαρχία απ’ τον κυρίαρχο, και (άρα…) είναι μάλλον το όφελος του ασθενεστέρου η δικαιοσύνη (τό τού ήττονος συμφέρον)  (( Κορυφαία στιγμή στην ανθρώπινη αυτογνωσία… )) .
     Θα ‘προφυλαχθούμε’ απ’ το να θεωρήσουμε, με μιαν παράγραφο της πλατωνικής ηθικής (Ethik) ή πολιτικής διδασκαλίας, ότι εκφέρεται με μιαν οποιανδήποτε «κοινωνική» έννοια το όφελος του ασθενεστέρου ως ουσία τής δικαιοσύνης. Πρόκειται για μιαν παράδοξη (paradox) αντι-πρόταση σε μιαν επικίνδυνα οξεία πρόταση (του Θρασύμαχου…), ‘κερδισμένη’ μέσα από μιαν ελλιπή επαγωγή και με κάποιαν εξ αντανακλάσεως αψιμαχία, στην οποίαν και παγιδεύεται κατ’ αρχάς, έστω και με δυσαρέσκεια, ο Θρασύμαχος (342 C 10. D 2). Δεν εννόησε ποτέ το όφελος των κυριαρχουμένων, αλλά το όφελος του συνόλου ως σκοπό ο Πλάτων. Έγινε όμως σαφές, απέναντι στους κινδύνους υποκειμενικών απαντήσεων, ότι είναι μια «τέχνη» ή και μια «γνώση» (342 C) η αληθινή ‘κυριαρχία’, και εκείνος, «με την αυστηρήν έννοια», που κατέχει ή διαθέτει αυτήν τη γνώση ο κυρίαρχος. 
      Mια παράδοξη πρόταση ‘απαντήθηκε’ διαλεκτικά από μιαν παράδοξη αντι-πρόταση. Δικαίως όμως αισθάνεται ο Θρασύμαχος, πως δεν κλονίστηκε η θέση του. Γιατί δεν πρόκειται για μια θέση (These), αλλά για έναν ‘τρόπο’ ζωής (βίου διαγωγή – 344 Ε), όπως θα πη ο ίδιος ο Σωκράτης σε λίγο. Και ‘διαδίδει’ αυτήν την ζωή τού «αδίκου», όπως είναι και όπως εκλαμβάνεται, ο Θρασύμαχος. Δείχνοντας κατ’ αρχάς, και εις ανταπάντησιν της τελευταίας παραδοξότητας του Σωκράτη, ότι αυτή η ‘παραδοξότητα’ αντιφάσκει στην εμπειρία. Γιατί κανένας κυρίαρχος (άρχοντας…) ή ποιμένας δεν σκοπεύει στην ευημερία τών κυριαρχουμένων ή τού κοπαδιού. Επικαλείται δε περαιτέρω την εμπειρία για να ‘ξεκαθαρίση’, ότι πλεονεκτεί ήδη στα μεμονωμένα και μικρά περιστατικά απέναντι στον δίκαιο, τον αδύναμο δηλ. και κουτό, ο άδικος, ο ισχυρός δηλ. και έξυπνος, ‘φωτίζοντας’ μάλιστα συνολικά αυτήν την εμπειρία με τον «τύραννο» ως εκπληρωτή τού ‘τύπου’ τού «αδίκου ανδρός», όπου και συγκεντρώνονται όλες οι προσηγορίες τού θαυμασμού του. Απέναντι στον τύραννο σταματά να μιλά κανείς για έγκλημα – και η «αδικία» είναι στην πραγματικότητα μια λέξη τής ηθικής τής δειλίας (τής λιποψυχίας…) απ’ την ‘περιοχή’ τών σκλάβων - · έχουμε δε αντί γι’ αυτήν (την «αδικία»…) τις ‘ωραίες’ λέξεις «ευτυχισμένοι» και «μακαρίως τετελειωμένοι» (ευδαίμονες, μακάριοι). Και αποδεικνύεται έτσι δυνατότερη (ισχυρότερον), στην πιο υψηλή της ακριβώς ‘μορφή’, απέναντι στο αντίθετό της η αδικία. Όπου διαπιστώνεται άλλη μια φορά, ως συμπέρασμα, το «όφελος του ισχυροτέρου», ενώ είναι σαν να μην υπήρξε καν η ‘αναίρεση’ απ’ τη μεριά τού Σωκράτη.
     Τα υπόλοιπα ανήκουν στην επεξεργασία εκ μέρους τού Πλάτωνα, όταν και ενέταξε στο μεγάλο έργο τής «Πολιτείας» αυτόν τον διάλογο. Προέρχεται ωστόσο απ’ την αρχική του εξάπαντος δομή το ότι υποχρεώνει τον αντιστεκόμενο σοφιστικώ τω τρόπω Θρασύμαχο να συζητήση διαλεκτικά το θέμα – και μάλιστα «απ’ την αρχή» (εξ αρχής) - ο Σωκράτης, και το ότι κρίνεται τότε με τρία ‘χτυπήματα’ η ήττα τού Θρασύμαχου.
     Ο Σωκράτης αφήνει στην αρχή τον συνομιλητή του να εξηγήση, πως γι’ αυτόν είναι καλός και έξυπνος ο άδικος, και μάλιστα ο «τέλειος άδικος» (τελέως άδικος): δηλαδή ο τύραννος κι όχι ο ‘πορτοφολάς’. Και πρόκειται για ένα συνεπές καθεαυτό σύστημα αξιών, όπως γίνεται σαφές απ’ το ότι παραπέμπει σε μιαν πιθανή (παρ’ όλ’ αυτά…) ασυνέπεια, που θα καθιστούσε και πιο εύκολο τον αγώνα του, ο Σωκράτης. Κάτι που θα συνέβαινε, αν θεωρούσε ως κακή βέβαια, αλλά (έστω…) ωφέλιμη, την αδικία ο Θρασύμαχος. Επισημαίνεται δε μια ενδιάμεση έτσι τοποθέτηση, που θα την εκπροσωπήση ο Αλκιβιάδης στον ομώνυμο διάλογο (113 D) και ο Πώλος στον «Γοργία». Η ‘συνέπεια’ του Θρασύμαχου απορρίπτει (ωστόσο…) μιαν τέτοια ‘ατέλεια’, όπως απέρριψε προηγουμένως την ενδοτικότητα του Κλειτοφώνα. Και γίνεται σαφές, πως θά ’χη έναν δύσκολον αγώνα ο Σωκράτης, τον οποίον όμως και θα ‘αντέξη’. 
      Το πρώτο ‘χτύπημα’ πηγαίνει αμέσως στο κέντρο τής ‘εχθρικής’ τοποθέτησης. Ουσία τού αδίκου είναι η «πλεονεξία» (“Pleonexie”), και ουσία τού τυράννου η απεριόριστη πλεονεξία, η απεριόριστη βούληση για δύναμη. ‘Ετσι τα παρουσίασε ο Θρασύμαχος. ‘Καθοδηγεί’ τώρα ως εξής τη συζήτηση ο Σωκράτης: ανήκει στην ουσία τής γνώσης, ότι δεν ζητά να πλεονεκτήση (να υπερέχη… - πλέον έχειν) απ’ αυτόν που (επίσης…) γνωρίζει, αλλά μόνον απ’ αυτόν που δεν γνωρίζει, ο γνωρίζων. Και ονομάζεται αυτό εδώ «πλεονεξία» τής γνώσης, αντιτιθέμενο διαλεκτικά σε κείνην την τυραννική πλεονεξία. Συναντάται δε το αντίθετο στην ουσία τής άγνοιας και της αμάθειας. Αναγνωρίζει λοιπόν εμφανώς την περιοχή τού άλλου δικαίου ο δίκαιος, την περιοχή όμως κανενός άλλου η αδικία, τόσο λιγότερο, όσο ισχυρότερη είναι, και το ελάχιστο η απεριόριστη πλεονεξία. Και τίθεται έτσι απ’ την πλευρά τής αφροσύνης και της ανοησίας, ή της κακότητας – καθώς έχει αναγνωρίσει εντελώς τη γνωστή σωκρατική άποψη της «ηθικής τής γνώσεως» ο Θρασύμαχος – η αδικία, ενώ απ’ την πλευρά τής γνώσης ή τής καλοσύνης και αγαθότητας η δικαιοσύνη.
      Tο δεύτερο ‘χτύπημα’ απευθύνεται στην προσηγορία τού «δυνατώτερου» (δυνατώτερον καί ισχυρότερον), που απέδωσε στην αδικία ο Θρασύμαχος. Γιατί; Επειδή λέγεται ακόμα και τώρα, ότι έστω κι αν είναι καλύτερος και σοφώτερος ο δίκαιος, είναι ωστόσο «δυνατώτερος» ο άδικος   (( Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε πόσο ‘ρεαλιστές’ είναι οι Έλληνες, δεν χάνονται απ’ την πραγματικότητα… Κι η έρευνά τους, όταν φιλοσοφούν, ξεκινά από ’κεί και πέρα, στον κόσμο τού νοητού που τους απεκαλύφθη και τον ανακάλυψαν… )) . Ο Σωκράτης υπαινίσσεται, ότι θα μπορούσε να στηρίξη την αντίθετη απόδειξη στην προηγούμενη απόδειξη, τη μεγαλύτερη δηλ. δύναμη στην μεγαλύτερη κρίση. (Έναν συλλογισμό που θα τον ακολουθήση στον διάλογο με τον Πώλο στον «Γοργία»). Εδώ όμως επιτελεί το ‘χτύπημα’ από μιαν άλλην πλευρά. Αν σκεφτούμε μέχρι το τέλος (τετελειωμένη…) την αδικία, καθιστά ανίκανο για πράξη τον άδικο. Γιατί ακόμα κι οι εγκληματίες μπορούν τότε μόνο να ‘συγκρατηθούν’ (αναμεταξύ τους…), αν δεν είναι σε κάποιο μέρος της ‘ύπαρξής’ τους εγκληματίες, αν είναι δηλ. «μισόκακοι» (ημιμόχθηροι). Το ίδιο πρέπει δε να συμβαίνη και στη ‘μοναχική’ πράξη, εφ’ όσον βρίσκεται μέσα στην ψυχή η δικαιοσύνη, προσδιορίζοντας (μάλιστα…) τη δομή της (αυτό που προσδιορίζει την τάξη τών «μερών τής ψυχής», θα πη στην «Πολιτεία» ο Πλάτων). 
       Το τρίτο ‘χτύπημα’ απευθύνεται στην προσηγορία (το κατηγορούμενο…) «ευτυχισμένος» (ευδαιμονενέστατον). Γιατί απευθύνεται εκεί; Επειδή είναι ο σκοπός κάθε πράξης κι ο τελικός σκοπός τής ζωής η ευδαιμονία (Eudȁmonie). Και μπορεί να μάθη κανείς εδώ, αν δεν το ξεύρη, τί είναι η ευδαιμονία. Έχει κάθε ύπαρξη την αρετή της (Arete), που συνίσταται στο να εκπληρώση το ιδιαίτερό της «έργο». Είναι λοιπόν η πραγματική αρετή τής ψυχής η δικαιοσύνη της, όπως αποδείχθηκε προηγουμένως (350 C), όταν ‘έφερε’ γνώση και αγαθότητα απ’ τη μια η δικαιοσύνη, άγνοια και κακότητα απ’ την άλλη η αδικία. Όταν είναι λοιπόν καλή και δίκαιη (θα μπορούσαμε να πούμε και «σωστή») η ψυχή, θα πράξη και το δικό της έργο, θα ζήση καλά (εύ βιώσεται), και θα είναι ευδαίμων – διαφορετικές λέξεις για το ίδιο πράγμα.
      Βεβαιώθηκε (‘εξασφαλίσθηκε’…) έτσι στον αγώνα ενάντια στον εκπρόσωπο της τυραννικής μορφής τής ζωής: πρώτον, ότι κατοικεί στον ‘κύκλο’ τής αγαθότητας και της γνώσης η δικαιοσύνη· δεύτερον, ότι είναι μια δύναμη κι όχι μια αδυναμία τής ψυχής· και τρίτον, ότι επιφέρει αυτή κι όχι το αντίθετό της την ευδαιμονία. Κι όταν παρατηρή στο τέλος ο Σωκράτης, ότι χάσαμε μ’ όλες αυτές τις αναζητήσεις το πραγματικό ερώτημα «τί είναι άραγες η δικαιοσύνη» απ’ τη ματιά μας, γνωρίζουμε εμείς αυτήν την ειρωνική τελική διατύπωση απ’ τον «Λάχη» και τον «Χαρμίδη» (όπως κι απ’ τον «Μένωνα» αργότερα), ως μια σαφή έκφραση της σωκρατικής άγνοιας. Κατέστη ωστόσο ήδη σαφής ο ‘γεωμετρικός’ τόπος τής δικαιοσύνης, εξουδετερώθηκε το αίτημα του αντίποδά της (Antipod), και αποκαλύφθηκε ο χώρος στον οποίον και μπορούμε να ερευνήσουμε, άρα και να πράξουμε περαιτέρω. Και καθίσταται για άλλη μια φορά ορατό, ότι είναι ένα Κάτι η δικαιοσύνη. Ορίζεται δε προς «το ίδιο το δίκαιο» η κατεύθυνση. Γιατί δεν θα μπορούσε να τεθή με τόσο περιεκτικό τρόπο στο τέλος το ερώτημα, αν δεν είχε αρχίση κανείς να υποψιάζεται, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, την απάντηση.
       Απ’ όλους τούς διαλόγους τής ‘απορητικής’ ομάδας, ξαναπήρε μόνον αυτόν εκ νέου στο ‘εργαστήριο’ ο Πλάτων, καθιστώντας τον την ‘είσοδο’ για να οικοδομήση την ιδανική πολιτεία. Φτάνουν βέβαια κι απ’ τους άλλους απορητικούς διαλόγους οι ‘γραμμές’ μέσα στο βασικό έργο τού Πλάτωνα, ήταν όμως η αναζήτηση ακριβώς τής δικαιοσύνης που οδήγησε, απ’ τον πιο ευθύ δρόμο,  προς τη διεύθυνση του υψίστου ενδιαφέροντός του, της πολιτικής πράξης, ταυτιζόμενη μάλιστα τελικά μαζί της.


     ( τέλος τού κεφαλαίου «Θρασύμαχος» - συνεχίζεται με το κεφάλαιο 4. «Χαρμίδης» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: