Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (46)

Συνέχεια από Πέμπτη, 16 Ιουνίου 2016
                                     PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

                                                     ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                              ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                                        Πρώτη περίοδος

                                                             2.  Λ Α Χ Η Σ
     
    Στην ‘απλή’ υπόθεση αυτού τού διαλόγου, στον οποίον και συζητούν πατέρες με τον Σωκράτη για την εκπαίδευση των γυιών τους, καθώς και στην ‘απλή’ εννοιολογική αναζήτηση «του ανδρισμού και της ανδρείας», συμμετέχουν ιδιαιτέρως πολλά πρόσωπα. Είναι εκεί, εκτός απ’ τον Σωκράτη, οι δύο πατέρες Λυσίμαχος και Μελεσίας με τους γυιούς τους, κι επίσης οι δύο ‘στρατηγοί’ Λάχης και Νικίας χωρίς τούς γυιούς τους. Στον «Θεάγη» ‘αρκούν’ ένας πατέρας κι ένας γυιός, στον «Χαρμίδη» ένας νεαρός με τον μεγαλύτερό του φίλο, και στον «Λύση» δυό αγόρια κι οι θαυμαστές τους. Θα μπορούσε κι εδώ να αρκεστή (ίσως…) στον Νικία και τον Λάχη μαζί με τους γυιούς τους – που θα έπρεπε να τους παρουσιάση λίγο μεγαλύτερους κατόπιν – ο Πλάτων. Η πλουσιώτερη όμως παρουσία επιτρέπει να διαβαθμιστή (να κλιμακωθή…) ισχυρότερα η κατανόηση και η προσέγγιση στον Σωκράτη.
          Βρίσκουμε λοιπόν στην κατώτατη βαθμίδα τούς Πολλούς, με τη βασική τους  πρόταση «ν’ αφήσουμε τους νέους να κάνουν αυτό που θέλουν» (179 Α). Μια πρόταση που δεν εκπροσωπείται στον ίδιον τον διάλογο. ‘Παρίστανται’ δηλ. απ’ την αμέσως επόμενη βαθμίδα ο Λυσίμαχος κι ο Μελεσίας. Οι οποίοι ‘σωφρονισμένοι’ απ’ την ίδιαν τους την εμπειρία, ότι δεν παιδαγωγήθηκαν απ’ τους φημισμένους πατέρες τους, έχουν την καλύτερη θέληση «να δουν να ανανεώνεται στους νεαρούς γυιούς τους, μαζί με τα ονόματα (Αριστείδης και Θουκυδίδης) ταυτόχρονα και η δόξα τών παπούδων τους», διαθέτοντας βέβαια οι ίδιοι και τον πιο χαμηλό βαθμό (προσωπικής…) κρίσεως (περί τού πράγματος…). Τους είπε κάποιος, πως η «οπλομαχία» θα ήταν η πιο κατάλληλη διδασκαλία, παρ’ όλο που βρίσκεται ελάχιστα πιο πάνω απ’ την τέχνη τού θαυματοποιού αυτή η ‘γνώση’, η οποία και ασκείται, καθόλου συμπτωματικά, δίπλα στη σοφιστική τέχνη απ’ τους δυό ‘λόγιους’ ακριβώς αδελφούς στον διάλογο «Ευθύδημος». Δεν υποψιάζονται δε καν, ότι θα μπορούσε να τους συμβουλέψη ως προς αυτό ο Σωκράτης, παρ’ όλο που ανήκει μάλιστα στον ίδιον μαζί του δήμο (Demos) τής Αλωπεκής, έχοντας και κληρονομική οικογενειακή μαζί του σχέση ο Λυσίμαχος (180 CE). Και μόνο μια ασαφής υποψία αναδύεται, ότι έχουν ακούσει να τιμά (να εγκωμιάζη…) πολύ τούς νέους ο Σωκράτης. Κι αυτά είναι όλα που γνωρίζουν γι’ αυτόν όσοι είναι μακριά απ’ το πνεύμα.
      Ένα ‘σκαλοπάτι’ σαφώς ανώτερο προς αυτόν εκπροσωπούν ο Νικίας κι ο Λάχης. Πρόκειται για άνδρες, που γνωρίζουν κάτι κι οι ίδιοι, ενδιαφέρονται για τους γυιούς τους και δεν συμμερίζονται την αμεριμνησία άλλων, πιο σημαντικών απ’ αυτούς πατέρων.   (( Σημ. τ. μετ.: Τί θαυμαστός, πράγματι, κόσμος ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια τού νεαρού τότε Friedlaender, ο κόσμος τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, όλης τής ‘ομήγυρης’ των Αθηνών, όπου και αφιέρωσε κατόπιν την ερευνητική ψυχή του… Και τί μάθημα, αν θέλουμε, για μας τους νεώτερους Έλληνες… )) . Ο Λάχης εκπλήσσεται μάλιστα, που δεν συμβουλεύεται κανείς αμέσως σ’ ένα τέτοιο ερώτημα τον Σωκράτη· στον δε Νικία έχει συστήσει ως δάσκαλο μουσικής για τον γυιό του τον γνωστό θεωρητικό τής μουσικής Δάμωνα ο ίδιος ο Σωκράτης. Φαίνεται να γνωρίζη μάλιστα ο Νικίας, πως δεν είναι μόνο σύμβουλος, αλλά και ο πραγματικός δάσκαλος – φτάνει να το θέλη – ο Σωκράτης (200 Β). Ένας περιορισμός αυτό το «φτάνει να το θέλη», που καθίσταται σαφώς πρόβλημα στον «Θεάγη». Ως πιο κοντινά στον Σωκράτη εμφανίζονται για μια στιγμή τα νεαρά αγόρια, παρεμβαίνοντας έστω και μ’ ένα ενθουσιώδες (enthusiastisch) «Ναι, είναι δάσκαλος!» στον διάλογο (181 Α). Κι εδώ είναι που συνενώνονται όλοι υποτασσόμενοι μπροστά σ’ αυτόν τον Σωκράτη, ενώ εγκωμιάζει μάλιστα και καυχάται για την πολεμική του υπηρεσία ο στρατηγός Λάχης: το θέμα τής συζήτησης, η «ανδρεία», ανεβαίνει επίπεδο.
      Γνωρίζει ακόμα κι ο Λυσίμαχος τώρα, ποιον πρέπει να ρωτήση, κι αναλαμβάνει ‘μυστικά’ σ’ αυτό το σημείο την καθοδήγηση ο Σωκράτης. Που παραχωρεί πρώτα-πρώτα τον λόγο στους δυό στρατηγούς και επιφυλάσσεται, να πη ο ίδιος αργότερα τη γνώμη του. Δεν είμαστε άρα ακόμα στο σωκρατικό επίπεδο. Και είναι πράγματι οι εμπειρικές κρίσεις δυό ειδημόνων για τεχνικά πράγματα αυτό που ακούμε. Οι οποίοι και αντιφάσκουν αναμεταξύ τους θέτοντας την ασυνήθιστη ερώτηση, αν είναι χρήσιμη παιδαγωγικά η οπλομαχία. Ενώ συμφωνούν, ότι τούς είναι μακρινή και ‘ξένη’ κάθε αναγωγή σε γενικές ‘αρχές’. Βλέπουν κι οι δυό ως στρατιωτικοί και μόνον τον πόλεμο, με τον οποίον και ‘συναρτάται’ η ανδρεία, και προς τον οποίον αφήνουν να κατευθυνθή με μιαν επικίνδυνη μονομέρεια κάθε αγωγή («εκγύμναση ή εξάσκηση»). Ο δε συνδυασμός τών λέξεων «τολμηρός» και «ανδρείος» (θαρραλεώτερον καί ανδρειότερον – 182 C) απ’ τον Νικία, καθώς και μια παρόμοια έκφραση του Λάχη (184 Β) δείχνουν, ότι δεν επιχειρείται καν η διάκριση ανάμεσα στη φυσική κλίση και την ηθική μορφή (αρετή) σ’ αυτήν τη βαθμίδα, μια διάκριση προς την οποία βλέπουμε (ωστόσο…) να σκοπεύη σαφώς στο τελευταίο μέρος τού «Πρωταγόρα» ο Σωκράτης.
       Ζητά κατόπιν να αποφασίση ο Σωκράτης για έναν απ’ αυτούς τούς δυό ‘λόγους’, θέλοντας να τον ‘καθελκύση’ έτσι στα ‘χαμηλώτερα’ μέρη τής συζήτησής τους ο Λυσίμαχος. ‘Ανασύρει’ όμως μάλλον ο Σωκράτης τη συζήτηση προς τη μεριά του, εκεί όπου δεν υπάρχουν ‘πλειοψηφικά’ συμπεράσματα (συμπεράσματα της πλειοψηφίας…) κι όπου ακούγεται για πρώτη φορά, έστω και απλά κατ’ αρχάς με την έννοια μιας εξειδικευμένης γνώσης, η λέξη επιστήμη (Episteme) (184 Ε 8). Για να διακρίνη τώρα με σαφήνεια αυτό που είναι καινούργιο, παρεμβάλλει ο Πλάτων τον Μελεσία στη συζήτηση κι αφήνει να προβάλη κι ο Νικίας μιαν αντίσταση (185 C), σαν να γνωρίζουν ήδη περί τίνος συζητούν (για την οπλομαχία, φυσικά!), ενώ θέτει στην πραγματικότητα ευθύς εξαρχής (έτι πρότερον εξ αρχής) το ερώτημα τού «Περί τινος» (Για ποιο πράγμα…) ο Σωκράτης. Πρέπει να δούμε τον σκοπό (ού ένεκα) για τον οποίον μιλάμε, και μιλάμε για τις ψυχές τών νέων, και για τη φροντίδα τών ψυχών (ψυχής θεραπεία), για το να γίνουν δηλ. κατά το δυνατόν ικανές και άξιες. Φτάσαμε ήδη σ’ ένα τέτοιο ‘ύψος’, ενώ ξεκίνησε απ’ τις μεμονωμένες τέχνες η συζήτηση.
      Εδώ λοιπόν, όπου ‘διείσδυσε’ συγκαλύπτοντας την καθημερινότητα στο γενικό πρόβλημα ο Σωκράτης, και πριν (καν…) αρχίση η πραγματική συζήτηση, μας δείχνει ο Πλάτων, τί είναι πράγματι αυτός ο Σωκράτης, ‘αφήνοντάς’ τον να παρουσιαστή ο ίδιος κατ’ αρχάς, και να αντικαθρεφτισθή μετά η εικόνα του μέσα απ’ τους άλλους προς εμάς. Ξεκινά λέγοντας ο Σωκράτης, ότι θα έπρεπε να μπορή να επιδείξη ένα απ’ τα δυό όποιος αξιώνει  μια γνώση (λέει πως γνωρίζει κάτι…): είτε καλούς δασκάλους είτε άμεμπτα έργα. Και έργα μπορούν να είναι για τον παιδαγωγό (τεχνικός περί ψυχής θεραπείαν) μόνον οι άνθρωποι, τους οποίους και κατέστησε ομολογουμένως αγαθούς. Αυτός δε ο ίδιος δεν είχε κανέναν δάσκαλο, δεν μαθήτευσε – από έλλειψη χρημάτων! – στους σοφιστές, και δεν είναι ούτε τώρα σε θέση να φτάση από μόνος του να κατέχη αυτήν την τέχνη. Αναφερόμενος έτσι στον Λάχη και τον Νικία, που ήταν αντιφατικοί μεν αναμεταξύ τους, ‘εμπειρογνώμονες’ όμως προφανώς στην παιδαγωγική τέχνη  (( ! )) . Απέναντι στις ανεξέταστες ‘απαιτήσεις’ τού αθηναίου πολίτη απ’ τη μια, και τις ‘απαιτήσεις’ τών επαγγελματιών παιδαγωγών απ’ την άλλη, μένει μόνος στην ειρωνική του άγνοια ο Σωκράτης, αφήνοντάς μας (μάλιστα…) να υποθέσουμε ότι δεν έχει μαθητεύσει και σε κανέναν, γιατί δεν μπορούσε να ‘μάθη’ κι από κανέναν, και δεν βρήκε κι ο ίδιος αυτήν τη γνώση, επειδή δεν μπορεί και να ανευρεθή σαν κάτι έτοιμο τρόπον τινά και με την έννοια μιας τεχνικής γνώσης η γνώση του, ακριβώς επειδή είναι η σωκρατική άγνοια αυτή η γνώση. Η οποία άγνοια και λαμβάνει όμως το ιδιαίτερό της νόημα απ’ αυτά που λένε για τον Σωκράτη οι δυό εκείνοι άνδρες που τον γνωρίζουν. Όπου χαρακτηρίζει με σαφήνεια και ‘χάρη’ τον τρόπο του ο Νικίας: Οδηγεί κάθε συζήτηση, απ’ όπου και να ξεκινά, μαζί του, στο να πρέπη να «λογοδοτήση (να δώση λόγο και λογαριασμό…)» τελικά «για τον εαυτό του» ο κάθε συνομιλητής   (( Σημ. τ. μετ.: Σήμερα, στην εποχή τού ‘υποκειμένου’, κρυβόμαστε πολλές φορές πίσω από γενικές αναφορές (!), λέγοντας πως «όλοι είναι σε δύσκολη θέση», «όλοι θα υποφέρουμε», «έτσι κάνουν όλοι», αποφεύγοντας να πάρουμε τα πράγματα επάνω μας και να ‘απολογηθούμε’ ή να ‘αναμετρηθούμε’ κι ο καθένας προσωπικά… Κι έτσι ‘ζούμε’, ή νομίζουμε πως ζούμε, με ‘αέρα κοπανιστό’, και χάνουμε τις ευκαιρίες άσκησης και εξάσκησης και αυτογνωσίας και μάθησης… )) . Βλέπει δε και τώρα, «ότι δεν πρόκειται να είναι για τα νεαρά παιδιά, αλλά για μας τους ίδιους ο λόγος» ο Νικίας. Γιατί είναι ένας εξεταστής τών ανθρώπων ο Σωκράτης, απευθύνοντας μόνιμα και με τη φαινομενικά πιο γενική συζήτηση σε σένα τον ίδιον το ερώτημα, «πώς ζης και πώς πρέπει στ’ αλήθεια να ζης». Αυτή είναι και η θετική (εξάλλου…), και «υπαρξιακή» συμπλήρωση της αγνοίας του. Την άλλη δε συμπλήρωση μάς την παρέχει ο Λάχης: Διαθέτει εκείνην τη γνήσια δωρική, εκείνην τη μοναδικά ελληνική (hellenisch) αρμονία λόγου και έργου ο Σωκράτης. Τον οποίον και τον γνωρίζει ως γενναίον άνδρα απ’ το πεδίο τής μάχης ο ίδιος, ενώ μπορούμε εδώ να θυμηθούμε, ότι τον εγκωμίασε ευθύς εξαρχής για τη στάση που κράτησε στο Δήλιον. Καθώς είναι λοιπόν περί ανδρείας η συζήτηση, κι επειδή δεν φτάνει ακόμα περισσότερο σε κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα ο διάλογος, πρέπει να το γνωρίζουμε από πριν με σιγουριά: δεν μιλά μόνο, αλλά και είναι αυτό για το οποίο και μιλά ο Σωκράτης. Κι αυτό που δεν το ‘φτάνει’ ο Λόγος (Logos), το ‘επιτυγχάνει’ η Πράξη (Praxis).
        Σ’ αυτό το σημείο, όπου και ανυψώθηκε στο σωκρατικό επίπεδο και θα συνεχιστή εκεί ο διάλογος, αποχωρεί ο Λυσίμαχος, παρόμοια όπως ο ηλικιωμένος Κέφαλος στο πρώτο βιβλίο τής «Πολιτείας». Υπάρχει στην αναγκαία κλίμακα των πνευμάτων ένα (κοινωνικό…) ‘στρώμα’, που δεν μπορεί να συμμετάσχη το ίδιο σ’ αυτό που βρίσκεται υψηλότερα, έχοντας όμως τη δυνατότητα μιας έμμεσης συμμετοχής. Η αποχώρηση όμως τού Λυσίμαχου σημαίνει, πως δεν θα επιστρέψη πλέον σε κείνο το επίπεδο καθημερινής εμπειρίας ο διάλογος.
       Μιλάνε ‘πλουσιοπάροχα’ για το οτιδήποτε και ξεκινούν από οπουδήποτε όλοι οι άλλοι. Ξεκινά όμως πάντοτε εξ αρχής ο Σωκράτης. Και θέτει, εκ του γεγονότος ότι αναζητούν κάποιοι άνθρωποι την αρετή (Arete) για τους γυιούς τους, το «βασικό», το «κατ’ αρχήν» ερώτημα: τί είναι η αρετή; Ή ακόμα, κι εφ’ όσον ‘πηγαίνει’ πολύ μακριά μια τέτοια καθολική ερώτηση: τί είναι η ανδρεία, εκείνο το μέρος τής ‘συνολικής’ αρετής, που παρουσιάστηκε έτσι τώρα με την ‘οπλομαχία’ μπροστά μας; Κι αφού απαντήσουμε στο ερώτημα για το Τί, τότε και μόνο θα μπορέσουμε να πούμε και πώς αποκτάται. Παρατηρούμε δυό πράγματα εδώ: ότι (μάς…) οδηγεί κατ’ αρχάς με μια μικρή βιαιότητα απ’ την αρετή στην ανδρεία ο Σωκράτης. Γιατί είναι συμπτωματική η αφορμή, και το ότι σκέπτονται στα σοβαρά τούς οπλομάχους ως παιδαγωγούς τών υιών τους εκείνοι οι πατέρες αποτελεί και τον περιορισμό τους (τη στενότητα της σκέψης τους…) ή τη ‘λαοφιλή’, για να το δούμε κι αλλιώς, σύγχυση μιας ιδιαίτερης τέχνης με το αντικείμενο γενικά τής μόρφωσης. Και δεν θά ’πρεπε πράγματι να τεθή και ως προς μιαν ιδιαίτερη αρετή, ως προς ένα «μέρος», το ερώτημα που αφορά στη μόρφωση. Δεν το έκανε όμως αυτό για να ανοίξη καλώς ή κακώς έναν δρόμο προς το ιδιαίτερο πρόβλημα ο Πλάτων, αλλά για να δείξη αντίθετα αμέσως εδώ σε όποιον προσέχει, το πώς τίθεται λανθασμένα εν μέρει, και όχι επαρκώς «βασικά» και «κατ’ αρχήν» κι αυτό το πρόβλημα. Θεμελιώνεται δηλ. το ότι δεν φτάνει και σε κανένα τέλος ο διάλογος, σ’ αυτό το σκόπιμα εσφαλμένο ξεκίνημα του διαλόγου. – Και παρατηρούμε κατά δεύτερον, ότι δεν φτάνουμε καθόλου στο ερώτημα που θα μας απασχολούσε «κατόπιν» - με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να μετάσχουν στο υπό διερεύνηση Τί οι νέοι - , εφ’ όσον δεν διεκπαιραιώθηκε (καν…) το πρώτο   (( Με τί υπομονή, τέχνη και προσοχή προχωρούν όλα… )) . Πρέπει να αποσαφηνιστή ωστόσο η αναγκαία συνάρτηση των δυό ερωτημάτων, εντελώς παρόμοια με το ‘τέλος’ τού «Πρωταγόρα» (360 Ε), όπου και θεωρείται ως αναπάντητο το ερώτημα για τη διδακτότητα της αρετής (Arete), αν δεν κατέχουμε προηγουμένως το ποια είναι η φύση της. Κι αναρωτιόμαστε: πρέπει δηλ. να αναβληθή το επιτακτικό μας ενδιαφέρον, μέχρι να απαντηθή εκείνη η βασική ερώτηση; Θα πρέπη να περιμένουμε (τότε…) επί πολύ, μέχρι να έχη στη διάθεσή του μιαν απάντηση ο Σωκράτης! Βλέπουμε όμως να τον παρακαλούν ενωμένοι στο τέλος τού διαλόγου, να διαπαιδαγωγήση τούς γυιούς τους εκείνοι οι άνδρες. Μήπως δεν χρειάζεται λοιπόν να ορισθή η φύση και η ουσία τής αρετής, πριν να μπορέσουμε να αναρωτηθούμε για τη διαπαιδαγώγηση; Μήπως συνδέονται άρα ακόμα πιο ‘στενά‘ αναμεταξύ τους αυτές οι δυό ερωτήσεις; Και μήπως βρισκόμαστε ήδη μέσα στην οδό προς την αρετή, όταν συζητά το ερώτημα για τη φύση τής ανδρείας ο Σωκράτης;
       Είναι πολύ απλή η δομή τού βασικού διαλόγου, που διεξάγεται σε τρεις προσπάθειες ορισμού. Και είναι απλός και ο τρόπος που ‘χρησιμοποιούνται’ τα πρόσωπα. Βρίσκονταν μέχρι τώρα στο ίδιο επίπεδο οι δυό στρατηγοί. Έχει ακούσει «συχνά» να μιλάη γι’ αυτά τα πράγματα τον Σωκράτη ο Νικίας (194 D) και είναι και πιο κοντά στη σκέψη του: ‘συμπαρίσταται’ έτσι στον Σωκράτη, όταν και αναβιβάζεται με τον τρίτον ορισμό στο επίπεδο της «γνώσης» το πρόβλημα. Το ότι φέρει παρ’ όλ’ αυτά το όνομα του Λάχη ο διάλογος, αυτό δεν οφείλεται μόνο στον σύνδεσμό του με τον Σωκράτη απ’ την κοινή τους ‘επαλήθευση’ στο πεδίο τής μάχης, αλλά και στο ότι αντιπροσωπεύει σαφέστερα απ’ τον Νικία τη διαδεδομένη αντίληψη γι’ αυτό, για το οποίο και συζητούν τώρα, δηλ. για την ανδρεία.
       Ο πρώτος ορισμός τού Λάχη: «Αν έχη αποφασίσει κανείς, να αμυνθή σταθερά στη θέση του απέναντι στους εχθρούς και να μη φύγη, τότε είναι και ανδρείος» (εί τις εθέλοι εν τή τάξει μένων αμύνασθαι τούς πολεμίους καί μή φεύγοι, ανδρείος άν είη), ισχύει κατ’ αρχάς ως πρότυπο παράδειγμα, γι’ αυτό που δεν πρέπει να κάνη κανείς. Και αντιπροσωπεύει εντελώς την εμπειρική περιοχή ανθρώπων όπως ο Λάχης, συνιστώντας την κατώτερη τρόπον τινά μορφή με την οποίαν και μπορεί να εκφρασθή κανείς για ένα τέτοιο θέμα και αντικείμενο (κάτι το οποίο δεν είναι σε θέση να κάνη ο Λυσίμαχος). Χωρίς να απαντάη όμως καθόλου πραγματικά στο ερώτημα, περιγράφοντας μια μεμονωμένη περίπτωση αντί να εκφράση κάτι το γενικό. Ο Σωκράτης ‘κατεβαίνει’ στο επίπεδο του άλλου, αντικρούει με άνεση (νωχελικά…), και δείχνει πως θά ’πρεπε να είναι πιο περιεκτικός ο ορισμός ακόμα κι ενός στρατιωτικού, προπάντων όμως ότι δεν είναι καθόλου μόνο στρατιωτική η ανδρεία. Το πεδίο, στο οποίο και αυτή υπάρχει, χωρίζεται τετραπλώς, σύμφωνα με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια, την επιθυμία και τον φόβο (191 Ε). Πρόκειται για τις τέσσερις τάξεις ‘πάθους’, που διαρκούν σχηματικά μέχρι τη στωϊκή ψυχολογία. Και προσδιορίζεται έτσι η ‘περιοχή’ τής ανδρείας, που δεν βρίσκεται στο πεδίο τής μάχης, αλλά στην ψυχή, όπου και δοκιμάζεται στον αγώνα ενάντια σε ανθιστάμενες δυνάμεις. Πρέπει δε να είναι ταυτόσημη (ένα και το αυτό…) σε όλα τα παραπάνω.
        Ο δεύτερος ορισμός τού Λάχη, ότι «είναι μια επιμονή τής ψυχής (καρτερία τής ψυχής) η ανδρεία» ή «μια λογική επιμονή (φρόνιμος καρτερία)», όπως τον βοηθάει να συμπληρώση ο Σωκράτης, δείχνει ότι έμαθε ο Λάχης: πως αποτελεί και πως είναι μια ενότητα κατ’ αρχάς η ανδρεία, πως είναι – δεύτερον – η ψυχή η περιοχή της, και πως είναι – τρίτον – ένας αγώνας η δυνατότητά της να επαληθευτή. Η προσθήκη «λογική (φρόνιμη)» θέλει να διαχωρίση το ζητούμενο αντικείμενο από κάτι καθαρά ‘ζωτικό’ όπως είναι η τόλμη και παραπέμπει, σωκρατικά εννοούμενο, στον χαρακτήρα τής ανδρείας ως μιας «γνώσης». 
         Πριν να ολοκληρωθή καν κάποια επεξεργασία τού ορισμού, και ξεκινά η αντίθετη κίνηση με το ερώτημα του Σωκράτη, «σε τί αναφέρεται» αυτό το λογικό ή φρόνιμο (η εις τί φρόνιμος; - σε τί είναι φρόνιμη η ανδρεία;…), κι αν αναφέρεται σε κάτι το μεγάλο ή μικρό κατά τον ίδιον τρόπο. Είναι το ίδιο ερώτημα, που δίνει στη βελτίωση στον «Πρωταγόρα» (318 CD) τη διεύθυνσή της: «σε τί»; (Σε τί να γίνη κάποιος καλύτερος;…) Προβάλλεται δε μια σειρά από παραδείγματα, που αξίζουν τον συλλογισμό μας: οικονομικές υποθέσεις, το ιατρικό επάγγελμα, ο πόλεμος, τελικά κι ο καταδύτης. Διαλέγει δε πάντοτε έτσι τα παραδείγματα ο Σωκράτης, ώστε να απαντά πως «αυτό δεν είναι βέβαια ανδρεία» ο Λάχης. Κάτι με το οποίο συμφωνεί προφανώς και ο Σωκράτης. Μόνο που θα δικαιολογούσαν διαφορετικά τη σύμφωνη γνώμη τους οι δυό τους. Δεν υπάρχει δηλ. πουθενά εδώ μια ανδρεία για τον Σωκράτη, επειδή υποβιβάζεται το «λογικό (φρόνιμο…)» σε «συνετό», και διευθύνεται «προς το μικρό» αντί «προς το μεγάλο», που είναι το Αγαθό. Ενώ δεν ξεπερνά τη μονομέρειά του ο Λάχης λέγοντας, ότι δεν μπορεί να υφίσταται στην ζωή ενός εμπόρου και στην κλίνη ενός αρρώστου η «ανδροπρέπεια ή ανδρεία», αλλά μόνο στον πόλεμο, και τότε μάλλον στον πόλεμο, όπου δεν είναι δυνατός ένας υπολογισμός αλλά κυριαρχεί το ‘ξίφος’. ‘Βάζει’ τον στρατιωτικό να χρησιμοποιή τη «σταθερότητα», με τη λαϊκή ωστόσο έννοια μιας φυσικής κλίσεως, ως θάρρος και παρατολμία ο Πλάτων, κι όταν προστίθεται η λέξη «λογικός, έλλογος», ώστε να ανυψωθή σε μιαν πνευματικά διαμορφωμένη «αρετή» αυτή η φυσική κλίση απ’ τον Σωκράτη, αποδεικνύεται ότι αυτό θα ‘παρεξηγείται’, μέχρι να διαφωτιστή το «προς τα πού» εκείνου τού «λογικού (ή φρόνιμου…)». Όσο δεν συμβαίνει δε αυτό, θα μειώνεται αντίστροφα στο επίπεδο μιας πρακτικής ‘συνέσεως’ και του υπολογισμού κέρδους και ευχαρίστησης η ‘λογικότητα’. Θα έπρεπε δε προφανώς να απαντηθή ως εξής το ερώτημα του Σωκράτη, προς τα πού κατευθύνεται αυτό που ονομάζεται (και είναι…) εδώ ‘λογικό’: όχι στο γεμάτο απόλαυση και πλούσιο σε κέρδος, άρα στο ελάχιστο, ευτελές και ασήμαντο, αλλά στο μεγάλο, δηλ. στο Αγαθό.
(συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: