Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΠΕΡΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΕΩΣ- επανάληψη

Του A.J. NIJK 

Κοσμικότης και εκκοσμίκευση σαν επιχείρημα του Οικουμενικού στοχασμού. 

8. Ο Ντήτριχ  Μπονόφερ: ο κόσμος ωρίμασε, ενηλικιώθηκε.

 Δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν οι περιπέτειες τής έννοιας τής εκκοσμικεύσεως, και ιδιαιτέρως ο σημαντικός ρόλος που απέκτησε μετά τις αρχές του πενήντα, αυτού του αιώνος, χωρίς να σταθούμε, τουλάχιστον για λίγο, στις σημειώσεις γύρω από «μία ερμηνεία μη-θρησκευτική των βιβλικών εννοιών σ’ έναν κόσμο που έγινε ώριμος» που μας κληροδότησε ο Dietrich Bonhoffer[ Ο δάσκαλος τού Γιανναρά]. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνον με εκείνα τα στοιχεία τής θεολογικής επαναοριοθέτησης την οποία ανέλαβε ο Μπονόφερ, τα οποία αντιπροσωπεύουν κατά βάθος μια τοποθέτηση στις συζητήσεις για την εκκοσμίκευση και λειτούργησαν μ’ αυτήν την έννοια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του «Αντίσταση και παράδοση».
Ο όρος εκκοσμίκευση δεν παίζει σπουδαίο ρόλο στα κείμενα που αναφερθήκαμε. Ο Μπονόφερ είχε χρησιμοποιήσει τον όρο στο ξεκίνημά του, αλλά όχι τόσο συχνά, και μετά από ένα χωρίο τής Ηθικής του, εγκατέλειψε την χρήση του, διότι οι αρνητικοί συνειρμοί που παρήγαγε ο όρος, του φάνηκαν πολύ βαρείς. Στην θέση του βρίσκουμε κατ’ αρχάς, μερικές φορές, τον όρο Αυτονομία και στην συνέχεια κυρίως τον όρο Ενηλικίωση. Μερικές φορές δε, αλλά με μια υποτιμητική έννοια, τον όρο γήινο, εθνικό. Επιπλέον απαντώνται όροι σαν, του κόσμου τούτου, και χωρίς θρησκεία. Δεν πρέπει λοιπόν να περιμένουμε μια ορολογία καθαρά καθορισμένη σ’ αυτές τις σημειώσεις. Η δύναμη αυτών των όρων προέρχεται κυρίως από την αντίθεση με την άλλη κεντρική έννοια που περιέχεται στα "Γράμματα από την φυλακή", την έννοια της θρησκείας.
Εκπλήσσει η αποδοχή εκ μέρους τού Μπονόφερ εκείνης της μορφής της ανθρώπινης υπάρξεως την οποία καταδεικνύει με τους όρους ενηλικίωση και γήινο, εθνικό. Κάτω από αυτήν την άποψη οι σκέψεις του βρίσκονται σε καθαρή αντίθεση με την τάση τής «από-κοσμικεύσεως» των χρόνων του 30. Κάτω από αυτήν την άποψη εγκαταλείπει όλα όσα ο οικουμενικός στοχασμός είχε κατακτήσει αξιολογώντας θετικά την εκκοσμικευμένη κοινωνία. Αυτή η αποδοχή είναι εντελώς καινούρια, διότι δεν είναι μια δύσκολη παραχώρηση ή πολύ εύκολη, χωρίς να προηγηθεί ο υπολογισμός όλων των τάσεων. Δεν είναι ούτε συνέχεια μιας ιστορικιστικής αξιολογήσεως, όπως την συναντήσαμε στον Troeltsch, αλλά είναι βασικό μέρος εκείνης της αλλαγής πορείας της θεολογίας, ενός νέου οράματος της πραγματικότητος , το οποίο δεν αρνείται ούτε για ένα λεπτό τον Χριστοκεντρικό του χαρακτήρα:

«Αυτό που με κινεί ακατάπαυστα είναι το ερώτημα… ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑΣ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ;» ! 

Και εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο στους στοχασμούς του, γράφει: « Η ώριμη κατάσταση του κόσμου δεν είναι πλέον αιτία πολέμου  ή απολογητικής, αλλά σήμερα κατανοείται καλύτερα από ότι κατανοεί τον εαυτό του, ξεκινώντας δηλαδή από το Ευαγγέλιο, από τον Χριστό». [Δηλαδή επικυρώνει και δικαιώνει τον Διαφωτισμό. Διότι ο Διαφωτισμός όπως τον όρισε και ο Καντ είναι η χειραφέτηση και η ωριμότης του κόσμου. Ενός κόσμου που δεν έχει πλέον την ανάγκη προστασίας του Θεού, αλλά που θα είναι αντιθέτως βοηθός του Θεού, αφού ο Θεός δεν μπορεί να βοηθήσει πλέον τον άνθρωπο, όπως φάνηκε στο Ολοκαύτωμα (Hans Jonas). Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε την ανάγκη ενός νέου Χριστού, τον οποίο καλούμαστε να κατασκευάζουμε, κατανοητό πλέον, τον οποίο δεν θα μισούν οι άνθρωποι, διότι θα είναι εκ του κόσμου τούτου, έναν Θεό αγαπολόγο, ο οποίος δεν θα απαιτεί από τον άνθρωπο μετάνοια και μεταμόρφωση, αλλά θα τον αποδέχεται και θα τον σώζει όπως είναι. Έναν Χριστό αληθινό ΕΓΩ, πρόσωπο, που θα σώζει τα αληθινά εγώ, τα οποία με αυτοπεποίθηση (πρόσωπα) θα στέκονται μπρος του λέγοντάς του «Εγώ είμαι αυτός που είμαι», όπως και εσύ, κατ’ εικόνα σου, έγινα μιμητής σου και σωτήρας του κόσμου].
Τα γράμματα και οι σημειώσεις τού Μπονόφερ φέρουν την αναντίρρητη σφραγίδα τής καταγωγής τους, από μια από εκείνες τις σπάνιες βαθειές εμπειρίες [θανάτου] στις οποίες, πολύ συχνά μέσω μιας βασανιστικής διαδικασίας διαλύσεως και αποσυνθέσεως, αρχίζει να σχηματίζεται μια καινούρια πραγματικότης. Η δυσκολία του Μπονόφερ θα οφείλεται όμως κυρίως στο γεγονός πως υποχρεώθηκε κατά κάποιο τρόπο να εκφράσει αυτή την εμπειρία στην μοναξιά του κελλιού του, με τις λέξεις που είχε από πάντοτε στην διάθεσή του και μέσα στα εννοιολογικά πλαίσια με τα οποία είχε οικειότητα. Είναι φανερό πως βασανίζεται να πει αυτό που έχει να πει: «Δεν μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς χωρίς να αναγνωρίσουμε πως πρέπει να ζήσουμε μέσα στον κόσμο. Και ακριβώς αυτό το αναγνωρίζουμε – μπροστά στον Θεό. Ο ίδιος ο Θεός μας υποχρεώνει να το αναγνωρίσουμε… ο Θεός μας δίνει να γνωρίσουμε, να μάθουμε, πως πρέπει να ζήσουμε σαν άνθρωποι που ξέρουν να τα βγάλουν πέρα με μια ζωή χωρίς Θεό. Ο Θεός που είναι μαζί μας είναι ο Θεός που μας εγκαταλείπει! (Μάρκον, 15, 34! Και τῇ ώρα τῇ ενάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων: Ελωΐ, Ελωΐ, λαμά σαβαχθανί !, ό εστί μεθερμηνευόμενον, ο θεός μου, ο θεός μου, εις τι με εγκατέλειπες;) [Είναι μια θεολογία μετά τον θάνατο του Θεού τών διανοουμένων].Μπροστά στον Θεό και με τον Θεό εμείς ζούμε χωρίς Θεό. Ο Θεός αφήνεται να οδηγηθεί έξω από τον κόσμο πάνω στον σταυρό, ο θεός είναι ανίκανος και αδύναμος μέσα στον κόσμο και ακριβώς έτσι και μόνον έτσι είναι μαζί μας και μας βοηθά». Δεν πρέπει να μας εκπλήττει λοιπόν και το αμέσως προηγούμενο χωρίο αυτού του αποσπάσματος όπου ο Μπονόφερ ψιθυρίζει: «Βλέπω το πρόβλημα παρότι δεν είμαι σε θέση να το λύσω, και το οποίο εκφράζει την επιθυμία μιας νέας γλώσσας, μιας γλώσσας που θα κηρύξει την ειρήνη του Θεού με τους ανθρώπους και τον ερχομό της Βασιλείας του.
[όπως βλέπουμε ο Γιανναράς θεμελίωσε την νεοθεολογία του σ’ αυτήν την κραυγή από την φυλακή. Ο Μπονόφερ διεκδίκησε την ολοκλήρωση της εκκοσμικεύσεως κατασκευάζοντας έναν εκκοσμικευμένο Χριστό. Ας θυμηθούμε την ωριμότητα, το γήινο φρόνημα, και το εθνικό φρόνημα τού Μπονόφερ και ας τα παραλληλίσουμε με τον Καραμαζώφ, ο οποίος εγκαταλείπει τον Μοναχισμό και πριν εισέλθει στον κόσμο, γονατίζει και φιλάει το χώμα.].

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: