Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
2.1 Βαρλαάμ και Αναλογία
Η θεολογική σύγκρουση ανάμεσα στον άγ. Γρηγόριο Παλαμά και στον Καλαβρό Βαρλαάμ, αφορούσε πρωτίστως στο ζήτημα των ορίων ανάμεσα στη θεολογική και στη φιλοσοφική γνώση1. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι ο Βαρλαάμ συντάσσει εκείνο που βρίσκεται πέρα από κάθε γνώση μαζί με την κτιστή γνώση, συγκρίνοντας έτσι το άκτιστο με το κτιστό, ως να ήταν κι αυτό κάποιο είδος της καθόλου γνώσεως2. Μία από τις μεγάλες θεολογικές πλάνες στις οποίες τον οδηγεί η άγνοια της ριζικής διάκρισης ανάμεσα στη γνώση των κτιστών και στη γνώση των ακτίστων, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι και η πεποίθηση ότι ο κτιστός νους μπορεί εκ φύσεως να δει το Θεό, είτε κατ’ αναλογία, είτε κατ’ αιτία, είτε κατά απόφαση3.

2.1.1 Η «βαρλααμική» θεωρία περί αναλογίας:
Ο Βαρλαάμ, αφού βρήκε ως πρόφαση τους ησυχαστές για να επιτεθεί ενάντια σ’ όλους τους πατέρες και στους προφήτες, αυτοδιορίζεται έπειτα εξηγητής των μυστικών λόγων του ευαγγελίου, σημειώνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, και αξιώνει να διδάσκει με ποιο τρόπο οι καθαροί στην καρδιά βλέπουν το Θεό και πώς μαζί με τον Πατέρα έρχεται ο Υιός και κατασκευάζει κατοικία σ’ αυτούς4. Σύμφωνα με το Βαρλαάμ, «οἱ κεκαθαρμένοι τὴν καρδίαν ὁρῶσι τὸν Θεὸν οὐκ ἄλλως, ἀλλ’ ἢ κατὰ ἀναλογίαν ἢ κατ’ αἰτίαν ἢ κατὰ ἀπόφασιν»5. Ο Βαρλαάμ, διακρίνει ανάμεσα σε τρεις τρόπους θέασης του Θεού: (α) κατά αναλογία, (β) κατά την αιτία, (γ) κατά απόφαση6. Το κοινό στοιχείο ανάμεσα στους τρεις αυτούς τρόπους, όπως διαπιστώνεται από τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, είναι ότι καθιστούν «θεοπτικώτερον» εκείνον που γνωρίζει τα περισσότερα ή τα ανώτερα από τα μέρη του κόσμου, πολύ περισσότερο μάλιστα εκείνον που θεωρεί τη ίδια τη γνώση ως ανώτερη από τα πράγματα που γνωρίζει7. «Θεοπτικώτατος» όλων είναι εκείνος που γνωρίζει τόσο τις εμφανείς όσο και τις αφανείς δυνάμεις του κόσμου, τις σχέσεις (συμπάθειες) ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία του κόσμου, τις εναντιοπάθειες μεταξύ τους, τις διαφορές, τις ιδιότητες, τις κοινωνίες, τις ενέργειες, τις συνάφειες, τις εφαρμογές, τις αρμονίες και γενικά τις ρητές και άρρητες σχέσεις όλων αυτών8.
«Ταῦτα πάντα θεωρεῖν, ἐκεῖνος καὶ ὡς τούτων πάντων αἴτιον τὸν Θεὸν γινώσκειν δύναται καὶ ἐκ τούτων πάντων ἀναλογιζόμενος αὐτὸν γινώσκει καὶ τούτων πάντων ὑπερτιθεὶς δι’ ἀποφάσεως αὖθις ὑπὲρ πάντ’ ἐπίσταται αὐτόν»9. Ο Βαρλαάμ θεωρεί ότι όποιος κατάφερε να τα γνωρίσει καλά όλα αυτά, αυτός μπορεί να γνωρίσει και το Θεό ως αιτία τους με δύο τρόπους:
α) κατανοώντας το Θεό επί τη βάσει της αναλογίας προς αυτά,
β) τοποθετώντας το Θεό πάνω από όλα αυτά αποφατικά.
Η οδός της θεογνωσίας, σύμφωνα με το Βαρλαάμ, στηρίζεται στην αρχή της αιτιότητας, με βάση την οποία αφού πρώτα κανείς κατανοήσει το Θεό κατ’ αναλογία προς τα όντα, κατόπιν προβαίνει στην αφαίρεσή τους κατ’ απόφαση, φτάνοντας έτσι στο αποκορύφωμα της θείας γνώσεως. Η αναλογία αποτελεί συνεπώς, ένα φυσικό τρόπο κατανόησης, με βάση τον οποίο η σχέση των όντων προς την αιτία τους μπορεί να οδηγήσει καταφατικά στη γνώση του Θεού. Ο λόγος για τον οποίο ο Βαρλαάμ οδηγείται στην πλανεμένη αυτή θεωρία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι το γεγονός ότι «τῶν μυστικοτάτων τοῦ εὐαγγελίου ρημάτων ἐξηγητὴν ἑαυτὸν προκαθίζει και διδάσκειν ἀξιοῖ», χωρίς να στηρίζεται στους λόγους των πατέρων ή στη χάρη και στο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος10.
«Ἐπεί γάρ ἐκ τῶν ὄντων μόνων ὁ Θεός γινώσκεται, οὐκ ἐξ ὧν δήπου ἀγνοεῖ τις, ἀλλ᾿ ἐξ ὧν μόνων γινώσκει γνώσεται Θεόν»11. Ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ότι ο Θεός γνωρίζεται μόνο μέσα από τα όντα. Από αυτά πάλι, δε γνωρίζεται από όσα αγνοεί κανείς, αλλά διαμέσου των γνωστών προχωρά στη γνώση του Θεού. «Ὥστε ὅσῳ πλείω τις γινώσκει καὶ σεμνότερα καὶ ἀκριβέστερον, τοσούτῳ διαφέρει τῶν ἄλλων πρὸς τὸ γινώσκειν τὸν Θεόν»12. Δηλαδή, όσο περισσότερο, και με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γνωρίζει κανείς όλα τα πράγματα σχετικά με τα κτιστά όντα, τόσο περισσότερο διαφέρει από τους άλλους ως προς τη γνώση του Θεού. Παρατηρούμε άρα, ότι ακόμη και ο αποφατικός τρόπος θεογνωσίας, ο οποίος φαίνεται ότι περιφρονεί τη γνώση των όντων σε σχέση με τη γνώση του Θεού, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς τη γνώση όλων των όντων13. Ο Βαρλαάμ ισχυρίζεται ότι για να επιτευχθεί η οποιαδήποτε γνώση του Θεού, απαιτείται η άριστη γνώση όλων των όντων, ακόμη κι όταν πρόκειται για την αποφατική οδό, η οποία περιφρονεί την καταφατική γνώση των όντων ως κατώτερη της γνώσης του Θεού14. Η αποφατική οδός προϋποθέτει την κατά την αιτία και κατ’ αναλογία πρόσβαση στη γνώση του Θεού. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό, λέει ο Βαρλαάμ, είναι ότι «ὧν γάρ τὰς ὑπάρξεις γινώσκομεν, τούτων μόνων χωρεῖ καὶ τὰς ἀναιρέσεις γινώσκειν»15. Σκέφτεται δηλαδή, ότι για να μπορέσει κανείς να αρνηθεί αποφατικά την ύπαρξη κάποιου πράγματος, πρέπει οπωσδήποτε πρώτα να γνωρίσει κάτι για αυτό. Συνεπώς, η κατά την αιτία και κατ’ αναλογία μέθοδος πρόσβασης στη γνώση του Θεού, αποτελεί το πρώτο στάδιο της αποφατικής οδού, γι’ αυτό και αποτελεί βασικό συστατικό της στοιχείο.
Η «βαρλααμική» θεωρία περί αναλογίας μπορεί να οριστεί συνεπώς:
α) ως βασικός τρόπος θέασης του Θεού,
β) ως μέθοδος διανοητική, σύμφωνα με την οποία η μελέτη της σχέσης των όντων
προς την αιτία τους μπορεί να αποφέρει κάποια γνώση για τον ίδιο Θεό,
γ) ως φυσική γνώση του Θεού διαμέσου της άριστης γνώσης όλων των όντων,
δ) ως συστατικό στοιχείο της αποφατικής οδού πρόσβασης στη γνώση του Θεού.

2.1.2 Η αναίρεση της «βαρλαμικής αναλογίας» από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά:
Επιχειρήματα κατά της «βαρλααμικής αναλογίας»:
α) Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, θεωρεί ότι εάν κάποιος θεολογεί αποφατικά μόνο κατ’ αναλογίαν προς αυτά τα οποία κατανοεί, τότε θα πρέπει να είναι κι αυτός θεός, αφού του Θεού μόνον είναι ιδίωμα το «εἰδέναι τὰ πάντα»16.
β) Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τη θεωρία του Βαρλαάμ, από αυτό που αγνοεί κανείς είναι αδύνατο να του αφαιρέσει το θείο. Συνεπώς, αν κάποιος αγνοεί κάτι, αυτό το αποδέχεται για Θεό17.
γ) Αν κανείς δέχεται το Θεό ως αίτιο μόνο εκείνων τα οποία γνωρίζει, τότε δε θα θεωρεί το Θεό αίτιο εκείνων των οποίων του διαφεύγει η γνώση18. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το Βαρλαάμ η μέγιστη γνώση που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος προέρχεται από τα κτιστά όντα, συνεπάγεται όπως λέει ο άγ. ΓρηγόριοςΠαλαμάς, ότι «συμμετρήσει τῳ κόσμῳ τὴν θείαν δύναμιν»19. Εκείνος δηλαδή ο οποίος θέλει να γνωρίσει το Θεό ως αίτιο μόνο εκείνων τα οποία γνωρίζει, θα προσπαθήσει να περιορίσει τη θεία δύναμη στα πλαίσια του κτιστού κόσμου, καθιστώντας έτσι τα άκτιστα σύμμορφα και ανάλογα με τα κτιστά.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Δεδομένου ότι η αναλογία του όντος αποτελεί το «μέσο» ενοποίησης της φυσικής με την υπερφυσική γνώση, επί της οποίας θεμελιώνεται η θεολογική σκέψη τόσο των σχολαστικών όσο και των αντιπαλαμικών θεολόγων, φυσικό είναι να υποθέσουμε ότι οι απάντησεις του αγ. Γρηγορίου Παλαμά στις θέσεις του Βαρλαάμ σχετικά με το ζήτημα της θεολογικής γνώσεως, αναφέρονται εμμέσως και στο ζήτημα της αναλογίας του όντος. Επειδή, ωστόσο, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δεν έχει υπόψη του το εν λόγω δόγμα, θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στα σημεία εκείνα, όπου είτε καταφέρεται άμεσα στη χρήση της αναλογίας για την εξίσωση ανάμεσα στη φιλοσοφική και στη θεολογική γνώση, είτε τη χρησιμοποιεί ο ίδιος στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η φιλοσοφική και η θεολογική γνώση αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες.
2. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,34, ό.π., σελ. 568, «εἶδος εἶναι λέγει τῆς καθόλου γνώσεως…ὁ μιγνὺς τὰ ἄμικτα καὶ τὸ ὑπὲρ γνῶσιν τῇ γνώσει συντάττων». Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρούσε ότι ο Βαρλαάμ υπερέβη τα όρια ανάμεσα στη φιλοσοφική και στη θεολογική γνώση, φτάνοντας στο σημείο να εξισώνει την αξία τους. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, εκτός κάποιων εξαιρέσεων (Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός), η θεολογία αναγνωριζόταν ως αληθινή φιλοσοφία, ενώ η κοινή φιλοσοφία θεωρούνταν ως μέθοδος ερμηνείας του φυσικού κόσμου. Αυτή η θεώρηση, ωστόσο, παρουσιάζει αισθητή μεταβολή στο βυζάντιο, από τις τελευταίες δεκαετίες του ιγ’ αιώνα. Βλ. L. BREHIER, Notes sur l’ histoire de l’ enseignement superieur a Constantinople, Byzantion, Bruxelles, 3 (1926), σελ. 80. Σύμφωνα με τον Β. ΤΑΤΑΚΗ, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ.205, ο Ιωάννης Ιταλός είναι ο πρώτος ο οποίος αποδίδει αυτονομία στη φιλοσοφία, ακολουθώντας μία ορθολογική κίνηση σκέψης, πάνω στην οποία θεωρεί ότι μπορεί να θεμελιωθεί κάθε επιστήμη, ακόμη και η ίδια η θεολογία. Τρεις αιώνες αργότερα, ο Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ, οδεύοντας στην ίδια οδό, προσπάθησε να προσεγγίσει τα θεολογικά ζητήματα με τη χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου. Ο Σ. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Philosophy and Theology: The Demonstrative Method in the Theology of Saint Gregory Palamas, GOThR, 41:1 (1996), σελ. 4. Ο M. JUGIE, λ. Barlaam, DHGE VI, σελ. 817-832, υποστηρίζει ότι με το Βαρλαάμ, μία νέα σχολαστική τείνει να διαμορφωθεί στο Βυζάντιο, η οποία αντλεί χωρίς ενδοιασμούς από τη δυτική σχολαστική και κυρίως από το Θωμά τον Ακινάτη. Ο G. SCHIRO, Ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ φιλοσοφία εἰς Θεσσαλονίκη κατὰ τὸν ιδ’ αι., ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 10, θεωρεί ότι ο Βαρλαάμ υπήρξε ένας από τους πρώτους λογίους του Βυζαντίου, οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με το έργο του Θωμά Ακινάτη, συντελώντας έτσι εμμέσως στο να μεταφερθεί η διδασκαλία του στο Βυζάντιο. Ο M. AZKOUL, The influence of Augustine of Hippo on the Orthodox Church, Lewiston 1990, σελ. 49-51, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Βαρλαάμ έναν ακόλουθο του απόψεων του ι. Αυγουστίνου σχετικά με τη «κτιστή χάρη», ενώ ο π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ,
Notes on the Palamite Controversy and Related Topics, GOThR, 6 (1960/61), σελ. 188, 192, 194, υποστηρίζει ότι ο Βαρλαάμ υπήρξε ένας χριστιανός πλατωνιστής, ο οποίος είχε εντρυφήσει στα έργα των Duns Scotus, Θωμά Ακινάτη και Αυγουστίνου. Βλ. επίσης R. FLOGAUS, Palamas and Barlaam Revisited. A Reassessment of East and West in the Hesychast Controversy of 14th century Byzantium, SVThQ 42 (1998), σ. 4.
3. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597. Ο π. Α. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸν ἃγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 23, ορθώς παρατηρεί ότι «ἡ ἐμπιστοσύνη εἰς τὰς δυνατότητας τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ περιορίζει αὐτομάτως τὸν χῶρον τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἀναγκαιότητος αὐτῆς, ἀντικαθιστᾶ τὴν πνευματικὴν ἐμπειρίαν διὰ τῆς φυσικῆς γνώσεως καὶ οὕτω ἀπωθεῖ τὸν Θεὸν εἰς τὸν χῶρον τοῦ μόνον κατἀναλογίαν ἐκ τῶν κτισμάτων γνωστού».
4. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597, «Κόρον δ’ ἤδη λαβὼν τῆς πρὸς τοὺς πατέρας τε καὶ προφήτας ἀγωνίας ὁ πρόφασιν τοὺς ἡσυχίαν ἀσπαζομένους εὑρόμενος εἰς τὸ πᾶσιν, ὡς εἰπεῖν, ἐπιθέσθαι τοῖς θείοις, τῶν μυστικοτάτων ἔπειτα τοῦ εὐαγγελίου ρημάτων ἐξηγητὴν ἑαυτὸν προκαθίζει και διδάσκειν ἀξιοῖ, πῶς οἱ κεκαθαρμένοι τὴν καρδίαν ὁρῶσιν τὸν Θεὸν καὶ πῶς σὺν τῶ Πατρὶ ὁ Υιὸς ἔρχεται καὶ μονὴν ποιεῖται παρ’ αὐτοῖς».
5. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597. Κατά τον Σ. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Philosophy and Theology: The Demonstrative Method in the Theology of Saint Gregory Palamas, ό.π., σελ. 6, η αναλογία για την οποία κάνει λόγο σ’ αυτό το σημείο ο Καλαβρός Βαρλαάμ, είναι ταυτόσημη με τη λατινική analogia entis, την οποία ορίζει ως υπαρξιακή αναλογία ανάμεσα στο είναι των όντων και στις πνευματικές, αρχετυπικές ιδέες οι οποίες ενυπάρχουν στο Θεό. Αυτή η αναλογία, υποστηρίζει, παρέχει στο ανθρώπινο μυαλό τη δυνατότητα να εισδύσει στο είναι του Θεού, μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εκείνος που θα καταφέρει να αποκτήσει γνώση των πιο άγνωστων πτυχών της δημιουργίας, θα έλθει πιο κοντά στη θέα του Θεού από εκείνον που δε θα αποκτήσει αυτή τη γνώση.
6. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 85, «το κατ’ αἰτίαν δηλώνει μία ἀκριβή ἀντιστοιχία πού γίνεται ἀπό την ἀνθρώπινη συνείδηση ἀνάμεσα στην αἰτία και στα ἀποτελέσματά της…ἡ κατ’ ἀναλογίαν ἐπιχειρεῖ να ἐντοπίσει, στην προσπάθειά της να δομήσει ὀρθολογικά τη Μεταφυσική, πρόδηλες σχέσεις ἀνάμεσα στό κτιστό και στο ἄκτιστο».
7. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597, «θεοπτικώτερος δ᾿ ἐκεῖνος, ὅς πλείω οἶδε τῶν τοῦ κόσμου μερῶν ἤ τά κρείττω, καί ἔτι μᾶλλον ὁ μᾶλλον οὗ γινώσκει τήν γνῶσιν ἔχων».
8. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597, «θεοπτικώτατος δ᾿ ἁπάντων ὅς τὰς τε ἐμφανεῖς ἔγνω τοῦ κόσμου μερίδας καὶ τὰς ἀφανεῖς δυνάμεις, τὰς πρὸς γῆν καὶ τἄλλα τῶν στοιχείων συμπαθείας καὶ τὰς πρὸς ἄλληλα ταῦθ᾿ ἅπαντα ἐναντιοπαθείας, τὰς διαφοράς, τὰς ἰδιότητας, τὰς κοινωνίας, τὰς ἐνεργείας, τὰς συναφείας, τὰς ἐφαρμογάς, τὰς ἁρμονίας καὶ ἁπλῶς τ’ ἄρρητα καὶ τὰ ρητὰ τοῦ ὅλου τοῦδε συνθήματα».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597.
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597. Σύμφωνα με τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 18, «ὁ Βαρλαάμ ἐστηρίχθη ἐπάνω εἰς τὴν μεταφυσικὴν γνωσιολογίαν καὶ λογικήν…και θεολογεῖ ὄχι μόνον χωρὶς προσωπικὴν ἐμπειρίαν τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, ἀλλὰ οὔτε δίδει σημασίαν εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐμπειρίαν αὐτήν». Ο παραλληλισμός με τη θεολογία του Θωμά Ακινάτη είναι αναπόφευκτος. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ΒΑΡΛΑΆΜ υπήρξε ο πρώτος ανάμεσα στους λογίους του Βυζαντίου, ο οποίος ήλθε σε επαφή με το έργο του ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, συντελώντας έτσι στο να μεταφερθεί η διδασκαλία του στο Βυζάντιο. Βλ. G. SCHIRO, Ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ φιλοσοφία εἰς Θεσσαλονίκη κατὰ τὸν ιδ’ αι., ό.π., σελ. 10. Περί τα μέσα του ιδ’ αι., μεταφράστηκαν αρκετά έργα του ΑΚΙΝΑΤΗ από το ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΥΔΩΝΗ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε πολλούς βυζαντινούς λογίους και συγγραφείς, να έλθουν σε επαφή με το θωμισμό. Με τις μεταφράσεις των έργων του ΑΚΙΝΑΤΗ, ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΔΩΝΗΣ εγκαινίασε έτσι, μια καινούρια περίοδο στον πνευματικό βίο του Βυζαντίου. Από τα μέσα του ιδ’ αι., πραγματοποιείται η ουσιαστική συνάντηση των θεολογιών Ανατολής και Δύσης. Η είσοδος του θωμισμού στο Βυζάντιο, προκάλεσε μεταβολή στη στάση των βυζαντινών ως προς τον τρόπο ερμηνείας του Αριστοτέλη, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί σταδιακά η προηγούμενη βυζαντινή θεώρηση του αριστοτελισμού, και να υιοθετηθεί στο εξής η αντίστοιχή του σχολαστική. Βλ. H. G. BECK, Humanismus und Palamismus, Actes du XII congres International d’ Etudes Byzantines a Ochrid 1961, Beograd 1963, σελ. 63-82. Βλ. επίσης Β. ΔΕΝΤΑΚΗ, Ἰωάννης Κυπαρισσιώτης, ὁ σοφὸς καὶ διδάσκαλος, Ἀθῆναι 1965, σελ. 15-16. Με το ΒΑΡΛΑΑΜ, μια νέα σχολαστική τείνει να διαμορφωθεί στο Βυζάντιο, η οποία αντλεί χωρίς ενδοιασμούς από τη δυτική σχολαστική, και κυρίως από το ΘΩΜΑ τον ΑΚΙΝΑΤΗ. Ο ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, συνέθεσε μια πραγματεία σε 7 βιβλία, για την ουσία και την ενέργεια του Θεού, της οποίας τα δύο πρώτα βιβλία αποτελούν αποσπάσματα, μεταφρασμένα σχεδόν κατά λέξη, από τη Summa contra gentiles του Θωμά Ακινάτη. Βλ. Κ. KRUMBACHER, Histoire de la litterature byzantine, Aix-en-Provence 1969, II, σελ. 100-101. Ο ΘΩΜΆΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ, ταύτιζε τη θεία ουσία με τις άκτιστες θείες ενέργειες, ενώ υποστήριζε ότι ο άνθρωπος όχι μόνο δια της πίστεως, αλλά και διά των γνωστικών δυνάμεων του νου, μπορεί να αναχθεί ακόμη και στη θεωρία της θείας ουσίας. Βλ. Μ. ΜΠΕΓΖΟΣ, Ἡ μεταφυσική τῆς οὐσιοκρατίας στο Μεσαίωνα και ἡ ἐκκοσμίκευση. Φιλοσοφική κριτική στη θρησκεία τῆς Εὐρώπης, Ἀθήνα 1989, σελ. 89. Εκτός από την αποκτώμενη διά των αισθήσεων γνώση των όντων, υπάρχει και η κατακτώμενη διά της κινήσεως του νου θεογνωσία. Διά της γνώσεως των όντων, ο νους ανάγεται κατ’ αναλογία στη γνώση του Θεού, και σε συνδυασμό με την ικάνωσή του προς θεογνωσία από τον ίδιο το Θεό, μπορεί να εισδύσει στην άκτιστη ουσία του Θεού. Βλ. FRAM O’ ROURKE, Pseudo-Dionysius and the Metaphysics of Aquinas, Leiden-New York-Koln 1992, σελ. 26. Βλ. επίσης του ιδίου, Being and Non-Being in the Pseudo-Dionnysius, στο T. FINAN and V. TWOMEY, The Relationship between Neoplatonism and Christianity, Dublin 1992, σελ. 66. Η κίνηση αυτή είναι σαφώς νοησιαρχική, και δεν ενεργείται κατ’ ανάγκη διά της λατρευτικής εμπειρίας της πίστεως. Η εμπειρία της θεωρίας της θείας ουσίας καθιστά τη θεογνωσία είδος του νου, κατ’ αναλογία προς τη γνώση των όντων δια των αισθήσεων, τα οποία με τη φυσική αυτή γνώση καθίστανται είδη του νου. Η ορθολογική αυτή ερμηνεία της θεογνωσίας και της θεωρίας του Θεού, απέκλειε την ορθόδοξη διάκριση της παλαμικής θεολογίας για τη σχέση της αμέθεκτης θείας ουσίας και των μεθεκτών ακτίστων ενεργειών, ενώ καθιστούσε αδιανόητη την εμπειρία των ησυχαστών μοναχών. Υπό την έννοια αυτή, σύμφωνα με το ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, Ἑλληνικαὶ μεταφράσεις θωμιστικῶν ἔργων. Φιλοθωμισταὶ καὶ ἀντιθωμισταὶ ἐν Βυζαντίω, Ἀθῆναι 1967, σελ. 103-111, όσοι Ορθόδοξοι δέχθηκαν την επίδραση της θωμιστικής ή και της σχολαστικής θεολογίας γενικότερα, εκδηλώθηκαν εναντίον της θεολογίας του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. Η μεταστροφή αρκετών από αυτούς στο λατινικό δόγμα, εξουδετέρωσε πλήρως και την επιρροή τους στις θεολογικές ζυμώσεις της Ανατολής, ενώ η σύνδεση αυτή των αντιπαλαμιτών με τους λατινόφρονες, κατέστησε ύποπτη στην Ανατολή οποιαδήποτε αντιπαλαμική δραστηριότητα. Βλ. R. J. LOENERTZ, Correspondence de Manuel Calecas, Vatican 1950, σελ. 314.
11. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597.
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597.
13. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597, «καὶ αὐτὸς δὲ ὁ κατὰ ἀπόφασιν τῆς θεογνωσίας τρόπος, ὅς δοκεῖ μάλιστα τὴν τῶν ὄντων ἀτιμάζειν ἐπὶ Θεοῦ γνῶσιν, τῆς τῶν ὄντων ἁπάντων γνώσεως χωρὶς παραγενέσθαι οὐ πέφυκεν»
14. Διαποτισμένος με τον ανθρώπινο, φυσικό λόγο, ο Καλαβρός Βαρλαάμ υπήρξε, σύμφωνα με τον μ. ΘΕΟΚΛΗΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία του, εκδ. Σπηλιώτη (γ’ έκδ), σελ. 142, «τύπος ἀνθρωποκεντρικός, μὴ γνωρίζων ἐν πείρᾳ τὰς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῶν καθαρῶν ψυχῶν, ἐκένωνε ὅλον τὸν θαυμασμόν του εἰς τὴν φυσικὴν γνῶσιν, τὴν ὁποίαν ἀπεκάλει φῶς».
15. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,64, ό.π., σελ. 597.
16. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «Ἤ γάρ τὰ ὄντα πάντα τις εἰδείη ἄν, ὡς ἄν ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως εἰδείη Θεόν, καὶ Θεὸν ἡμῖν ἑαυτὸν εἰσάγει. Θεοῦ γὰρ μόνου τὸ εἰδέναι τὰ πάντα».
17. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «ἤ, εἴ τι ἀγνοεῖ, τοῦτο ἥγηται Θεόν˙ὅ γάρ ἀγνοεῖ, ἀφαιρεῖν αὐτοῦ τὸ θεῖον, ὡς οὗτος ἔφησεν, ἀδύνατον».
18. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «Καί εἰ, ὧν αὖθις γινώσκει τις, τούτων μόνων αἴτιον γινώσκει Θεόν, ὅσα τὴν γνῶσιν αὐτοῦ διαπέφευγε, τούτων οὐκ αἴτιον ἡγεῖται Θεόν».
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,65, ό.π., σελ. 598, «οὐκοῦν, συμμετρήσει τῷ κόσμῳ τὴν θείαν δύναμιν, οὐ γὰρ πλείω γνώσεται τοῦδε τοῦ παντὸς οὗτος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: