Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (33)

Συνέχεια από Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου  2016
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u.Co, Berlin1964 )

                                                   ΔΕΥΤΕΡΟΜΕΡΟΣ
                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ    ΧΙΙΙ
                                 ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ

  
    Οι «Πλατωνικές Επιστολές» εξαφανίστηκαν  τον 19ον αιώνα ως ‘νοθεία’ ή ‘λογοτεχνική επινόηση’ απ’ το ιστορικό πεδίο τών περισσοτέρων, παρά τα όσα έλεγε ο πολιτικός και ιστορικός George Grote. Εδώ και 50 χρόνια κατέστησαν όμως πάλι αντικείμενο του πιο ζωντανού ενδιαφέροντος και έρευνας. Υπήρξαν «μαρτυρίες ανεκτίμητης αξίας» για τον ιστορικό συγγραφέα τής αρχαιότητας Eduard Meyer, που αναφερόταν βέβαια, όπως είναι κατανοητό, στην πολιτική κυρίως ιστορία. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η στάση τού Wilamowitz, που υποστήριξε απρόσμενα και με πάθος στον «Πλάτωνά» του το 1919 τη γνησιότητα της 7ης και 8ης επιστολής, ενώ είχε ήδη προηγουμένως θεωρήσει ως πιθανά γνήσια και την 6η. Βρίσκουμε δε σήμερα στο κείμενο “Platos Life and Thought”, 1949, σ. 189 του R. St. H. Bluck μιαν αξιέπαινη πράγματι επισκόπηση των αποτελεσμάτων τής έρευνας απ’ το 1910 και ΄δώ. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, πως έχει αναγνωριστή γενικώς σήμερα η γνησιότητα της 7ης και 8ης επιστολής. Επιχειρήθηκε ωστόσο πριν από κάποιον καιρό, να θεωρηθούν οι 13 επιστολές ως ένα ενιαίο επιστολικό μυθιστόρημα, που το συνέταξε γύρω στο 300 π.Χ. κάποιος απ’ την πλατωνική σχολή (Dornseiff, 1939). Ενώ ‘δυναμιτίστηκε’ πριν από λίγο μόλις καιρό το φιλοσοφικό μέρος τής 7ης επιστολής, ‘ανατινάζοντας’ παράπλευρα και δυό μεγάλα μέρη απ’ το μέσον τής πλατωνικής «Πολιτείας» ως παρεμβολές, γραμμένες επιπλέον σε άσχημα ελληνικά (G. Műller, 1950). Και πώς να λησμονήσουμε, ότι επέμενε μέχρι τελευταία για τη μη γνησιότητα συνολικά τών επιστολών ο P. Shorey (“What Plato said”, 1935), κι ότι θεωρούσε ταυτόχρονα ότι δεν είχε αποδειχθή οριστικά και επαρκώς η γνησιότητά τους ο L. Robin (“Platon”, 1935); Δεν το ξεχνάμε. Επαναλαμβάνω τη μεθοδική αρχή τού August Boeck, ότι μπορεί να αποδειχθή  μόνον η μη-γνησιότητα, και ποτέ η γνησιότητα πειστικά – όταν μάς λείπουν οι εξωτερικοί φυσικά λόγοι. Ποιος ενδιαφέρεται όμως ακόμα για τις ‘μαζικές αθετήσεις’ (Massenathetesen) τών πλατωνικών διαλόγων, όπως ήταν τής μόδας στο πρώτο μισό τού 19ου αιώνα στη Γερμανία; Ίσως και να επιστρέψη σε λίγον καιρό το ερώτημα της γνησιότητας στη συζήτηση της 7ης και 8ης επιστολής, και θα είναι ακόμα πιο σημαντικά τότε τα έγγραφα και οι αποδείξεις. Κι αν περιμένη κανείς να συμβή το ίδιο αργότερα για τη 2η και 3η επιστολή, τότε είναι εύλογο και να κατηγορήση για έλλειψη κριτικής ικανότητας αυτούς τούς προβλεπόμενους μελλοντικούς καιρούς. Πόσοι όμως απ’ τους αναγνώστες τού «Παρμενίδη» γνωρίζουν σήμερα, ότι ερμηνεύτηκε κάποτε ως μη-πλατωνικός από εξέχοντες κριτικούς (Ueberweg, 1861, Shaarschmidt, 1866, Huit, 1891, Windelband, 1901) αυτός ο διάλογος; Και ποιος ενδιαφέρεται μόνο για τη γνησιότητα, αντί να αναλάβη να ερμηνεύση τις επιστολές; Και ποιος θα μπορούσε και να «αποδείξη» πράγματι τη γνησιότητα; Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε λοιπόν εδώ, ότι υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα να θέσουμε ή και να απαντήσουμε αναφορικά με τις επιστολές, έστω και χωρίς να αποφασίσουμε υπέρ ή κατά τής γνησιότητάς τους, τη στιγμή μάλιστα που ‘φυλακίζει’ συχνά η συγκέντρωση στο ερώτημα της γνησιότητας τη ματιά μας και μας εμποδίζει μάλλον απ’ το να κατανοήσουμε ήσυχα τα δεδομένα.
      Η «Έβδομη Επιστολή», μια μαρτυρία μοναδική στην ελληνική επιστολογραφία – οι «Επιστολογράφοι» τού Hercher είναι παρεπιμπτόντως ένας τόμος 800 σελίδων! – και μοναδική ίσως και στην επιστολογραφία γενικώς, έχει ύψιστη σημασία για την κατανόηση του Πλάτωνα, της φιλοσοφίας του, του ‘κύκλου’ του, για την πολιτική ιστορία τής Σικελίας, που σημαίνει και των μεσογειακών χωρών, για την ιστορία τής αυτοβιογραφίας (Autobiographie), αλλά και για κάποια άλλα ακόμη ‘σημεία’ και ‘θέματα’ – κι όλ’ αυτά ακόμα κι αν δεν έχη γραφή ή υπαγορευθή απ’ τον ίδιον τον Πλάτωνα. Όπως γνωρίζει δε ο καθένας που τη διαβάζει, περιέχει τρία στοιχεία αυτή η Επιστολή: είναι ένα ‘ανοιχτό’ κατ’ αρχάς πολιτικό κείμενο, με προορισμό να παρεμβληθή με πρακτικές συμβουλές στις ύψιστα συγκεχυμένες και ταραγμένες σικελικές συνθήκες. Όπου συνδέεται μ’ αυτό μια αυτοβιογραφική κατά δεύτερον και ιστορική αναδρομή, που καθίσταται μια απολογία (δικαιολογία…) σε μεγάλον βαθμό τού συντάκτη της και μια προειδοποίηση ταυτόχρονα στους παραλήπτες της. Ενώ ‘ανυψούται’, στη βασική κατά τρίτον πρόταση της πολιτικής φιλοσοφίας τού Πλάτωνα – την πρόταση του φιλοσόφου-ηγεμόνα (3226 ΑΒ, 328 Α) – και σε κείνο το εξαιρετικά σπάνιο ‘κομμάτι’ πλατωνικής οντολογίας (Ontologie) ή μεταφυσικής.  Αποκλίνουν δε τόσο αναμεταξύ τους αυτά τα τρία στοιχεία, ώστε να εναλλάσση επανειλημμένα την κατεύθυνσή του αλλά και το ‘ύψος’ του κατά τον πιο αξιοπαρατήρητον τρόπο το κείμενο, ενώ αναφέρονται παρ’ όλ’ αυτά αυστηρά το ένα στο άλλο. Είναι μια απάντηση, ή παρουσιάζεται ως μια απάντηση σ’ ένα γράμμα τών «φίλων και οπαδών τού Δίωνα» η ανοιχτή επιστολή, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τις λέξεις «συμβουλή» και «συμβουλεύω», όπως άλλωστε και στην «Όγδοη Επιστολή», που συνεχίζει την Έβδομη. Καταγράφονται δηλ. σαφώς «προς χάριν συμβουλής» η ιστορική αναδρομή και η περί εαυτού απολογία (330 C, 334 C, 337 E). Όμως το τρίτο στοιχείο, που θα μπορούσε να φανή ως μια ‘ανεπίτρεπτη’ παρέκβαση σε κάθε άλλον επιστολογράφο, είναι ελάχιστα ‘παρεκβατικό’ (είτε έχει γράψει ο ίδιος είτε συνέταξε κάποιος άλλος την επιστολή) στον Πλάτωνα: Το ‘τμήμα’ για τις βασικές αρχές τής φιλοσοφίας τοποθετήθηκε εκεί, για να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε, μ’ αυτήν και μόνον την αντιπαράθεση, την ψευδο-φιλοσοφία (Pseudophilosophie) τού Δίωνα, και το γνήσιο απ’ το ψεύτικο ταυτόχρονα. Η παράδοξη (paradox) αρχή για τη συνένωση φιλοσοφικής γνώσης και πολιτικής ισχύος συνιστά το φρόνημα (διάνοια), στο οποίο και στηρίχθηκε τόσο η τότε πράξη όσο και η τωρινή συμβουλή τού Πλάτωνα.
        Το ότι χρησιμοποιεί εντελώς διαφορετικούς ‘τόνους’, ανάλογα με το σε ποιαν απ’ τις τρεις ‘περιοχές’ κινείται, ο συντάκτης του ΄γράμματος’, δεν θα χρειαζόταν καν να τονισθή, ως μια απλή αλήθεια, εδώ, αν δεν χρειαζόταν μια ‘εξήγηση’ απέναντι στην «Ιστορία τής Αυτοβιογραφίας» (“Geschichte der Autobiographie”)  τού Georg Misch. Έχει βέβαια τη θέση του, ως η αποφασιστική δύναμη στο γίγνεσθαι της ανθρώπινης αυτοσυνείδησης (ή αυτογνωσίας…), σ’ αυτό το έργο ο Σωκράτης. Όταν όμως ελπίζη να βρη κανείς εκείνο το εξαιρετικό ‘κομμάτι’ αυτοβιογραφίας απ’ την «Έβδομη Επιστολή» στη συνέχεια, απογοητεύεται. Γιατί λείπει παντελώς απ’ την πρώτην έκδοση του 1907: ξεκινούσαν ακριβώς τότε να εμφανίζονται και πάλι στον ορίζοντα της έρευνας οι πλατωνικές επιστολές. Επισημαίνεται δε απλώς η έλλειψη στη δεύτερη έκδοση του 1931.Και χρειάζεται να φτάσουμε στη νέα, αγγλική επεξεργασία τού κειμένου το 1950, για να αφιερωθούν πολλές (επιτέλους…) σελίδες σ’ αυτήν τη μεγάλη αυτοβιογραφική μαρτυρία. Συμβαίνει ωστόσο το εξής παράξενο εδώ: δεν ‘αναρωτιόμαστε’ για τη θέση που καταλαμβάνει στην ιστορία τής ελληνικής αυτοβιογραφίας η επιστολή, αλλά κυριαρχεί σε τόσον υψηλό βαθμό το φιλολογικο-ιστορικό πρόβλημα της γνησιότητας τη σκέψη τού ‘μοντέρνου’ (modern) ερευνητή, ώστε να χρησιμοποιείται πάλι και πάλι ως ένα επιχείρημα ενάντια στην πλατωνική προέλευση η διαφορά ανάμεσα στα επίπεδα, σαν να μην ήταν αναγκαία ακριβώς αυτή η διαφορά, και σαν να ήταν υποχρεωμένος να ‘βαδίζη’ κάθε ώρα και στιγμή, με τον τρόπο που απεικονίζεται στον ναό τής φιλοσοφίας στη γνωστή τοιχογραφία τού Ραφαήλ, ο Πλάτων. Υπάρχει όμως και το αποφασιστικό τελικά ‘επιχείρημα’ ενάντια στη γνησιότητα στον Misch: Έβλεπα έξω εγώ ο ίδιος, γράφει ο συντάκτης τού γράμματος (348 Α) (βλέπων έξω, απ’ τη φυλακή μου, μπορούμε να συμπληρώσουμε) όπως ένα πουλί (καθάπερ όρνις), που θα επιθυμούσε από οπουδήποτε (από οποιοδήποτε ‘άνοιγμα’…) να αναπετάξη (ποθών αναπτέσθαι), και όμως δεν μπορεί. Έψαχνε όμως τρόπους για να μπορέση να με φοβίση και μέσα στη φυλακή, χωρίς να επανορθώση ωστόσο κάτι απ’ αυτά που ώφειλε στον Δίωνα, ο Διόνυσος. – Δημιουργεί λοιπόν την εντύπωση μιας γνήσιας αισθηματικής έκφρασης αυτή η ‘χαριτωμένη’ εικόνα, λέει ο Misch. (Δεν μπορεί άρα ούτε αυτός ο ‘κριτικός’ να μην παραδεχτή την ‘ορθότητά’ της). Είναι ‘δανεισμένη’ όμως στην πραγματικότητα, και μάλιστα απ’ τον «Φαίδρο» (249 D), αυτή η παρομοίωση: Όταν κοιτάζη την επίγεια ομορφιά και θυμάται έτσι την αληθινή ωραιότητα ο άνθρωπος, φύονται και αυξάνουν τα φτερά του, κι επιθυμεί να αναπετάξη (προθυμούμενος  αναπτέσθαι), αλλά δεν το μπορεί, και κοιτάζει όπως ένα πτηνό προς τα επάνω (όρνιθος δίκην βλέπων άνω). Δεν θά ’πρεπε να ‘επιβαρύνη’ όμως κανείς με τέτοια λογοτεχνικά ‘δάνεια’, βεβηλώνοντας τη φιλοσοφία, τον Πλάτωνα.
       Παράξενο και ασυνήθιστο (πράγματι…)! Μοιάζουν οι δυό παρομοιώσεις, αλλά έχει η κάθε μια τη θέση της, και δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει και τις δυό χωρίς να τον ‘υποψιαστούμε’, σ’ ένα γραπτό έργο εκπληκτικής έκτασης ένας μεγάλος συγγραφέας. Και δεν έχουμε αποφανθή ακόμα καθόλου για τη γνησιότητα της «Έβδομης Επιστολής» λέγοντας, πως θα απαιτούνταν (βέβαια…) λόγοι εντελώς διαφορετικού βάρους για να αποδειχθή πράγματι η μη-γνησιότητα.
      Δεν μπορεί να αναπληρωθή λοιπόν έτσι παρεπιπτόντως εδώ, αυτό που λείπει ακόμα και τώρα στην ιστορία τής αυτοβιογραφίας. Ο Misch παρουσίασε το πώς θεμελιώνει μια νέα αντίληψη της προσωπικότητας ο Σωκράτης, και επεσήμανε μεταβαίνοντας κατόπιν στον Πλάτωνα, ότι μετατρέπει με το στόμα τού Σωκράτη στον «Φαίδωνα» (96 Α κ.ε.) σ’ ένα κομμάτι φαινομενικά αυτοβιογραφικής αφήγησης, διαιρώντας σε ξεχωριστές εποχές την ιστορία μιας ζωής, το ‘γίγνεσθαι’ της ελληνικής φιλοσοφίας ο Πλάτων. Έχει όμως αξιοπρόσεχτα σημεία επαφής με την αυτοβιογραφία τού Πλάτωνα στην αρχή τής «Έβδομης Επιστολής» αυτή η αυτο-αφήγηση του Σωκράτη. «Επιθύμησα όταν ήμουν ακόμη νέος» (εγώ γάρ νέος ών επεθύμησα), ξεκινά να λέη ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα». «Μου συνέβη όταν ήμουν νέος» (νέος εγώ ποτε ών έπαθον), λέει κι ο Πλάτων στην Επιστολή. Είναι δε ως εξής οι βαθμίδες στον «Φαίδωνα»: ο ενθουσιασμός για τη φυσική φιλοσοφία και η απογοήτευση μετά, ως πρώτη βαθμίδα· η γνωριμία με το βιβλίο τού Αναξαγόρα και η εκ νέου απογοήτευση η δεύτερη· και η ‘φυγή’ στους λόγους (Logoi) και η ανακάλυψη του κόσμου τού Είναι η τρίτη. Ενώ στην Επιστολή: η είσοδος στην πολιτική υπό τούς Τριάκοντα του Πλάτωνα, η έντονή του προσμονή και τελικά η απογοήτευση, η πρώτη βαθμίδα· η εκ νέου έλξη τής πολιτικής ζωής υπό την επαναγκατασταθείσα Δημοκρατία (Demokratie), η καταδίκη τού Σωκράτη και η παραίτηση του Πλάτωνα απ’ την περαιτέρω πολιτική δράση, η δεύτερη· και η στροφή προς την ορθή φιλοσοφία και η ‘φυγή’ στον τύπο τού φιλοσόφου-ηγεμόνα η τρίτη.
    O δρόμος μέσα απ’ αυτές τις βαθμίδες περιγράφεται με παρόμοιες λέξεις στην «Επιστολή» όπως και στον «Φαίδωνα»: «Νόμιζα, φρονούσα, είχα την άποψη και τη γνώμη (ώμην, ωήθην, ηγησάμην)· δυσαρεστήθηκα, αποσύρθηκα, εγκατέλειψα (εδυσχέρανα, εμαυτόν επανήγαγον, απειρήκη)». Και στις δυό περιγραφές χαρακτηρίζει η μετοχή «βλέποντας, παρατηρώντας» (σκοπών) τη στάση αυτού που μιλά, η λέξη «τελικά, εν τέλει» (τελευτών) τη σταδιακή διαδικασία. Στη δε ‘τύφλωση’ (ή τον φόβο να τυφλωθής) τού «Φαίδωνα» (έδεισα μή τήν ψυχήν τυφλωθείην) αντιστοιχεί ο «ίλιγγος, η ζάλη, η απάτη», που βλέπει να τον καταλαμβάνη «τελικά» ο Πλάτων (τελευτώντα ιλιγγιάν), στην «Επιστολή». Ενώ τελειώνουν στον ίδιον βασικά σκοπό, όσο κι αν δεν συμφωνούν εδώ οι λέξεις, και οι δυό περιγραφές. Γιατί συνιστά βέβαια εκείνη τη στροφή προς την «αλήθεια του Είναι» στον «Φαίδωνα» η «γνήσια φιλοσοφία» τής «Επιστολής».
        Η αφήγηση του ίδιου του Πλάτωνα για το φιλοσοφικό του γίγνεσθαι και τα επισυναπτόμενα κεφάλαια για τα ταξίδια του στη Σικελία έπρεπε να καταλαμβάνουν μια σημαίνουσα θέση στην ιστορία τής ελληνικής Αυτοβιογραφίας, ακόμα κι αν δεν είχε γραφή απ’ τον Πλάτωνα, αλλά από κάποιον άλλον με το ‘ψευδώνυμο’ Πλάτων αυτή η Επιστολή. Αν είναι δε η ίδια η φωνή τού Πλάτωνα που ακούγεται εδώ, τότε γίνεται αξεπέραστη και η σημασία της. Να επισυνάψουμε μιά και μόνον παρατήρηση: Υπάρχει σίγουρα μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην αυτοβιογραφική αφήγηση του φιλοσόφου-πολιτικού που προειδοποιεί και ‘δικαιολογείται’, και την ‘απολογία’ του ‘θείου’ Αυγούστου στο ρωμαϊκό έθνος και τις επερχόμενες γενιές. Γίνεται όμως έτσι ακόμα πιο παράξενη η διπλή ‘συμφωνία’ στην αρχική πρόταση των  δυό αυτών μαρτυριών, ακόμα πιο εκπληκτική όταν θέσουμε την ελληνική μετάφραση των “Res Gestae” δίπλα στην «Επιστολή». «Όταν ήμουν νέος» (νέος εγώ ποτε ών), ξεκινά ο Πλάτων. «Όταν ήμουν 19 ετών» (ετών δεκαεννέα ών), ξεκινά κι ο Αύγουστος. Ενώ εμφανίζονται στο δεύτερο μέρος τής πρότασης οι «δημόσιες υποθέσεις» (τά κοινά τής πόλεως τά κοινά πράγματα) και στους δυό. Και δεν χρειάζεται σχεδόν να ξαναπούμε, πώς αντιπαρατίθεται στην πράξη τού Αυγούστου η σκέψη τού Πλάτωνα: «Θυμόμουν», λέει ο ένας - «προπαρασκεύαζα και εξόπλιζα και απελευθέρωνα», ο άλλος. Δικαιολογούμαστε δε να αναρωτηθούμε, αν είναι μια απλή σύμπτωση, ή αν θεμελιώνεται σε μιαν παράδοση της αυτοβιογραφικής απολογίας αυτή η ‘συμφωνία’. Και θυμίσαμε παραπάνω, ότι ξεκινά κι ο πλατωνικός Σωκράτης μ’ ένα εντελώς παρόμοιο «Όταν ήμουν νέος» την ιστορία τής φιλοσοφικής του εξέλιξης στον «Φαίδωνα».
       Τη «Δεύτερη Επιστολή» τη θεωρούν μη-πλατωνική πολλοί απ’ τους κριτικούς (Kritiker), που θεωρούν ωστόσο γνήσια την «Έβδομη». «‘Τρελλή’ και παιδαριώδης, δεν χρειάζεται καν να αποδειχθή η πλαστότητά της», λέει ο Wilamowitz για τη «Δεύτερη Επιστολή». Ο Shorey θεωρούσε όλες τις Επιστολές πλαστές· όμως η «Δεύτερη» ήταν τόσο πλαστή (και συναντιέται εδώ διασκεδαστικά με τον αντίπαλό του Wilamowitz o Shorey), ώστε να μη μπορής καν να συζητήσης με κάποιον που την υπολόγιζε ως γνήσια. Και παραθέτει εδώ εκείνο το διατρεχόμενο πράγματι από παραλογισμό απόσπασμα ο Shorey, στο οποίο και μιλά «αινιγματικά για τη φύση τού Πρώτου», και μετά για τον «Παντοβασιλέα» και για «το Δεύτερο και Τρίτο» ο συγγραφέας τής Επιστολής, εκείνο λοιπόν το σημείο, στο οποίο και πίστευαν πως ανακάλυπταν μιαν αναλαμπή τού Τριαδικού Δόγματος πρώιμοι χριστιανοί θεολόγοι. Γνήσιο ή πλαστό – κατανόησε άραγες καθόλου αυτό το αξιοπρόσεχτο κείμενο ο Shorey; Παθητική μισο-ανοησία και φανταστικός μυστικισμός; Ας διαβάση όμως κανείς πρώτα παρακάτω! Υπενθυμίζει μια συνάντηση «στο πάρκο, κάτω απ’ τις δάφνες» στον τύραννο των Συρακουσών ο (πραγματικός ή επίπλαστος) Πλάτων. (Και αναφέρεται κι άλλες φορές στις Επιστολές, ΙΙΙ 319 Α, VII 348 C, αυτό το πάρκο). Είχε μιλήσει για τα έσχατα μυστικά τής πλατωνικής φιλοσοφίας εκεί ο ηγεμόνας· τα είχε αντιληφθή, και τα είχε ανακαλύψει μάλιστα ο ίδιος. (( Δεν είχε άρα καν χρειαστή τον Πλάτωνα )). Και είχε απαντήσει τότε ο Πλάτων, πως τον είχε απαλλάξει από μακρές συζητήσεις, αν ήταν έτσι, η Μεγαλειότητά του. (( Όπου ανασαίνει  ξαλαφρωμένος εδώ ο ομιλητής )). Δεν είχε σίγουρα ποτέ συναντήσει κάποιον άλλον, που να είχε κατορθώσει κάτι τέτοιο. Ή θα έπρεπε να τα είχε λοιπόν ακούσει από κάποιον οποιονδήποτε ο Διονύσιος (( υπήρχαν τόσες πολλές συζητήσεις γι’ αυτά τα πράγματα στην Αθήνα όπως και στις Συρακούσες! )), ή θα είχε φτάσει πράγματι ο ίδιος ίσως σ’ αυτά, κι αν ναι, μέσα από μια θεϊκή βέβαια απόφαση τής μοίρας. (( Κάτι που ακούγεται πολύ ενθουσιώδες· ας προσέξουμε όμως και το Ίσως μετά από εκείνο το Πράγματι! )). Κι αν είχε συμβή αυτό, δεν είχε ‘δέσει’ βέβαια ‘σφιχτά’ τις αποδείξεις, που είχαν ‘πετάξει’ πάλι μακριά του. (( Ανάλαφρα πουλάκια αυτές οι ηγεμονικές αποδείξεις! )). Δεν είσαι όμως ο μόνος, συνεχίζει ο Πλάτων, γιατί έτσι συμβαίνει στον καθέναν στην αρχή τής μαθητείας του. (( Είναι ένας αρχάριος λοιπόν ο ηγεμόνας, και πρέπει ακόμα όλα να τα μάθη, αν… )) .
    Aν διαβάσουμε λοιπόν άλλη μια φορά τώρα εκείνο το αινιγματικό (ӓnigmatisch) μέρος τής «Δεύτερης Επιστολής», για το οποίο και τόσο πολύ ‘αγανακτούμε’, θα αρχίσουμε να αισθανόμαστε ίσως, με ποιον σαρκασμό (Sarkasmus), μέχρι και ελαφρά συγκαλυμμένη χλεύη, διαποτίζεται εκεί το πάθος (Pathos) και το μυστήριο. Πρέπει να μιλά αινιγματικά (βλέπετε…) ο συγγραφέας· γιατί «αν ‘χτυπήση’ στα κύματα της θάλασσας ή της στεριάς η Επιστολή», αν φτάση δηλ. στα χέρια τών αδίκων, πρέπει νά ’χουμε φροντίσει, να μην την καταλάβη κανείς απ’ τους αναγνώστες.  (( Είναι άρα ‘δίκαιος’ ο Διονύσιος! )). Κι ακολουθεί κι η προειδοποίηση: Πρόσεξε, να μην πέσουν στα χέρια ανθρώπων χωρίς επαρκή προπαίδευση αυτά τα φιλοσοφικά μυστικά!  (( Απευθύνεται λοιπόν στους προπαιδευμένους η Επιστολή – και και θα αποκαλύψη συγκαλυμμένα, ποια είναι αυτή η προπαίδευση, η συζήτηση κάτω απ’ τις δάφνες και ό,τι ακολουθεί )). Είναι το να μη γράφη κανείς καθόλου η καλύτερη πρόνοια.  (( Ο Διονύσιος αθέτησε ήδη με τα ψευδο-φιλοσοφικά του κείμενα αυτήν τη συμβουλή. Κι αν αναφέρθηκε ακαταλόγιστα στον Πλάτωνα ως πρότυπό του στη συγγραφική τέχνη, υπάρχει εδώ και η απάντηση:)) Γιατί δεν υπάρχει κανένα κείμενο του Πλάτωνα, που να ανήκη σ’ έναν «ξανανιωμένον Σωκράτη».
       Μπορούμε να θεωρήσουμε ως μιαν εντελώς προσωρινή απόπειρα, για να ‘εισέλθουμε’ πίσω απ’ τις λέξεις τής Επιστολής, αυτές τις παρενθέσεις (Parenthesen), που σημαίνει να ερμηνεύσουμε πραγματικά βέβαια την Επιστολή και να δείξουμε, ότι υπάρχει κάτι εντελώς ίσως διαφορετικό από «υπερβολή και νόθευση» (Stefanini) εδώ, κι ότι πρέπει να τη διαβάσουμε πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ο Souilhé, που περιγράφει ως «στρυφνόν εν μέρει, αλλά συμπαθητικόν και άξιον εμπιστοσύνης στο σύνολό του» τον ‘τόνο’, και πολύ διαφορετικά κι απ’ τον Morrow, που θεωρεί ότι πιστεύει «προφανώς» στις φιλοσοφικές ικανότητες του Διονύσιου κι ότι ελπίζει πράγματι στη φιλοσοφική συνέπεια του τυράννου (Tyrann) ο Πλάτων. Ο Shorey βρίσκει ελάχιστο ‘κοινό έδαφος’ ανάμεσα σε κείνους που αναγνωρίζουν αμέσως (immediately!) ότι δεν θα μπορούσε να είχε γράψει αυτήν τη μυστικο-θεοσοφική φλυαρία ο Πλάτων, και σε κείνους που ‘επιβάλλουν’ μιαν εποικοδομητική ερμηνεία στο κείμενο. Υπαινιχθήκαμε ωστόσο την ύπαρξη ενός τρίτου τουλάχιστον ερμηνευτικού δρόμου εδώ.  Ότι συνδέονται δηλ. «η φιλική προς τις Μούσες σοβαρότης κι ο ‘αδελφός’ της το αστείο» και σ’ αυτήν την τόσο ‘προβληματική΄ Επιστολή. Mε διαφορετική βέβαια απόχρωση, πιο σκοτεινή η σοβαρότης και πιο πικρό το αστείο σ’ αυτήν τη «Δεύτερη» απ’ ό,τι στην «Έκτη Επιστολή», απ’ όπου και η παραπάνω αξιοπρόσεχτη έκφραση.
       Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο, δίπλα στο προηγούμενο αινιγματικό απόσπασμα, σημείο, που αποδεικνύει για κάποιους την ‘πλαστότητα’ της «Δεύτερης Επιστολής»: οι παρατηρήσεις εντελώς στην αρχή (310 CD) για τα συμβάντα στην Ολυμπία. Είχε απαιτήσει απ’ τον Πλάτωνα, να εμποδίση τούς ‘οπαδούς’ του από εχθρικές πράξεις, καθώς κι από δυσφημίσεις εναντίον του ο Διονύσιος. Αναφέρεται λοιπόν και στις δυό αυτές ‘κατηγορίες’ η απάντηση  – γιατί ΄κρύβονται’ κατηγορίες ακριβώς στην απαίτηση του τυράννου. «Εχθρικές πράξεις»: κάτι που είχε ήδη τακτοποιηθή, με τους αποκλεισμούς εκ μέρους τού ίδιου του ηγεμόνα: που δεν μπορούσε να απαιτήση βέβαια, να καθορίζη ο Πλάτων τις πράξεις τού Δίωνα. Εξίσου ελάχιστα μπορώ όμως να διατάζω και τους ανθρώπους τού κύκλου μου (δηλ. της Ακαδημίας), συνεχίζει ο Πλάτων· ενώ εξίσου ελάχιστα και σέναν τον ίδιον, προσθέτει σαρκαστικά. Γιατί θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, και σε όλους εμάς, και σ’ ολόκληρη πέρα από εμάς την Ελλάδα, αν είχα ένα τέτοιο δικαίωμα. - Πρόκειται ασφαλώς για κάτι το ασυνήθιστα σαφές. Γιατί δεν λέει βέβαια, ότι επιδοκιμάζει όσα πράττει από κοινού με την Ακαδημία ο Δίων, ο Πλάτων· αλλά περιλαμβάνει και τον κυρίαρχο των Συρακουσών στον κύκλο εκείνων, τους οποίους δεν έχει κανένα δυστυχώς δικαίωμα να διατάζη – ένας σαφής και τολμηρός λόγος απέναντι σ’ αυτόν που κατέχει την εξουσία.
      Μετά δε την απάντηση για τις ‘εχθρικές πράξεις’, έρχεται και η απάντηση για τους «κακούς λόγους». Δεν άκουσα συκοφαντίες και υβριστικούς λόγους σε κείνην τη συνάντηση στην Ολυμπία, λέει ο Πλάτων. – Και κρίνει κατόπιν αυτού ο Pasquali, ότι θεωρεί τον Πλάτωνα ως έναν Ταρτούφφο (έναν υποκριτή…) όποιος παραδέχεται ως γνήσια την επιστολή! Γιατί μιλούσαν ανοιχτά και ευθέως για ένοπλη επίθεση οι πλατωνικοί με τον Δίωνα στην Ολυμπία, κάτι πολύ περισσότερο απ’ το να ‘δυσφημούν’ δηλαδή απλώς τον Διονύσιο. Θά ’πρεπε όμως να σκεφτούμε εντελώς νομικά για μια στιγμή εδώ. Γιατί είναι νομικός όρος η ρηματική ύβρις και προσβολή. Υπήρχαν δε διάφορες μορφές κατηγορίας λόγω ‘κακηγορίας’ (Kakegoria) στο αττικό δίκαιο. Δίνει μάλιστα στη δική του ‘έννομη’ πολιτεία μια μοναδική προδιαγραφή νόμου γι’ αυτό, ‘συμπυκνωμένη’ με οξύτητα σε τρεις και μόνο λέξεις ο Πλάτων («Νόμοι» ΧΙ 934 Ε): μηδένα κακηγορείτω μηδείς, δεν επιτρέπεται να καθυβρίζη και να συκοφαντή ή να διασύρη κανένας τον άλλον. Μας λέει όμως, ως νομοθέτης-παιδαγωγός, και με τί θα έπρεπε να αντικαταστήσουμε τους κακοήθεις λόγους ο Πλάτων: πρέπει να νουθετούν και να νουθετούνται, όταν διχογνωμούν (όταν πέφτουν στη διχόνοια…), ο ένας με τον άλλον οι άνθρωποι. Δεν αφήνει λοιπόν κανένα έδαφος στους «κακοήθεις λόγους», ένας διάλογος που πραγματικά κοπιάζει για την αλήθεια. Αυτό όμως ακριβώς συμβουλεύει και τον ηγεμόνα ο συντάκτης τής επιστολής: Αν ακούσης ότι είπε κάποιος απ’ τον κύκλο μου άσχημα πράγματα για σένα, στείλε μου μιαν επιστολή, και θα σου πω τότε, χωρίς να διστάζω και να φοβάμαι, την αλήθεια.
       Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε βέβαια με σαφήνεια, τί σημαίνει ‘ρηματική ύβρις’ εδώ. Γιατί αν πη κάποιος, πως φέρθηκε άδικα και βίαια κατά τού Δίωνα ο Διονύσιος, δεν πρόκειται βέβαια για ‘ρηματική ύβρη’, αλλά για ολόκληρη την αλήθεια, κι αυτό που ‘προτείνει’ στον ηγεμόνα ο Πλάτων – όπως ακριβώς επιτρεπόταν να αποδείξη την αλήθεια ο κατηγορούμενος λόγω ‘κακηγορίας’ (Kakegoria) στο αττικό δίκαιο – είναι εκείνος ο διαφωτιστικός διάλογος, που επιτάσσουν στη θέση τών ‘κακοήθων λόγων’, για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην αλήθεια, οι «Νόμοι» τού Πλάτωνα. Δεν υπάρχει άρα ‘ταρτουφφισμός’, αλλά αυστηρή μάλλον βούληση δικαιοσύνης και παιδαγωγίας σε κείνα τα λόγια τής «Επιστολής». Όσο για το ότι δεν θα τα αποδεχτή ο ηγεμόνας, ότι δεν θα θελήση μάλιστα oλότελα να τα καταλάβη, γι’ αυτό δεν μας αφήνει ο σαρκαστικός και πικρός εκείνος τόνος τών φράσεων την παραμικρή αμφιβολία, φράσεις με τις οποίες και κατατάσσει τον Διονύσιο ανάμεσα σε κείνους – «οι άλλοι κι εσύ κι ο Δίων» - που επάνω τους δεν έχει καμμιάν ισχύ ο Πλάτων, που πιστεύει, ότι μόνον ο ίδιος ακολουθεί τούς ‘δικούς’ του λόγους.
       Το ότι προϋποθέτει το τρίτο ταξίδι στις Συρακούσες η «Δεύτερη Επιστολή», ότι είναι λοιπόν τού έτους 360 οι αναφερόμενοι εκεί Ολυμπιακοί Αγώνες, είναι κατά την ερμηνεία μας σχεδόν αναμφισβήτητο. Απομακρύνθηκαν τότε, χωρίς δημόσια ρήξη, ο Πλάτων κι ο τύραννος ο ένας απ’ τον άλλον. Αφηγείται μια διασκεδαστική βέβαια, πλαστή ωστόσο ως προς τη μορφή της συζήτηση των δυό τους, λίγο πριν επιβιβασθή στο δημόσιο πλοίο που είχε στείλει ο Αρχύτας ο Πλάτων, ο Πλούταρχος (Δίων, κεφ. 20). Γράφτηκε λοιπόν (ή φαίνεται να γράφτηκε) αμέσως μετά την αναχώρηση του Πλάτωνα η «Δεύτερη Επιστολή», σ’ ένα χρονικό δηλ. σημείο όπου υπήρχε μια ασθενική ακόμα έστω δυνατότητα κατανόησης ανάμεσα σ’ αυτόν και τον ηγεμόνα. Και θελήσαμε ακριβώς να αποδείξουμε ερμηνεύοντάς την, πόσο ‘ασθενική’ εκτιμά ο ίδιος ο επιστολογράφος αυτήν τη δυνατότητα. Ενώ καθιστά μη αναστρέψιμη με την «Τρίτη Επιστολή» του τη ρήξη ο (γνήσιος ή και ‘πλαστός’) Πλάτων.
      Παραγνωρίζοντας την ακρίβεια αυτής τής ιστορικής κατάστασης, μπόρεσε να φτάση κανείς και στο παράξενο εκείνο ‘παραστράτημα’: ότι πλαστογραφήθηκε απ’ τον Διονύσιο (!), για να ‘φωτίση’ ευνοϊκά γι’ αυτόν τη σχέση του προς τον Πλάτωνα, η «Δεύτερη Επιστολή». ‘Διεκδικώντας’ έτσι και μια λογοτεχνική, πέρα απ’ όλ’ τ’ άλλα, ικανότητα για τον τύραννο, την οποίαν πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε όμως να του αποδώσουμε. Γιατί θα έπρεπε να διαθέτη έναν ‘γραμματέα’ και συντάκτη επιστολών τού ‘αναστήματος’ του Thornton Wilder, για να μην πούμε τού Walter Savage Landor, ο Διονύσιος. Και πόσο παραπλανητική είναι εξάλλου αυτή ησκέψη: ‘παραχαράκτης’ ενός κειμένου ο τύραννος, που η ‘κακόφημη’ αυτή αρχή του διαφεύγει απ’ τον συλλογέα τών πλατωνικών Επιστολών, και το οποίο καθοδηγεί ή ‘παρασύρει’ με την τριαδική του αινιγματική μεταφυσική, ύστερα από μισή χιλιετία τούς νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Πρόκλο, και εντυπωσιάζει βαθειά τούς Έλληνες Πατέρες τής χριστιανικής Εκκλησίας Κλήμεντα, Ωριγένη, Ιουστίνο μάρτυρα, Ιππόλυτο και Ευσέβιο! Νά που ετοιμάζει λοιπόν τον δρόμο τού νεοπλατωνισμού και πρωτοπορεί στο τριαδικό δόγμα ο τύραννος των Συρακουσών!

       ( συνεχίζεται, με το κεφάλαιο «Ο Πλάτων ως ατομικός φυσικός» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: