Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Ἀδυνατεῖ ὁ παντοδύναμος!


Μοιάζει ἀπίστευτο. Καὶ ὁπωσδήποτε θὰ τὸ θεωρούσαμε βλασφημία νὰ ποῦμε κάτι  τέτοιο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν παντοδύναμο Θεό μας. Ὅμως ἀκριβῶς  ἡ λέξη αὐτὴ ὑπάρχει μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Μᾶς τὴν παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς  Μάρκος, καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ξεπεράσει ὁ ἀναγνώστης χωρὶς νὰ  νιώσει μέσα του συγκλονισμό, ἂν βέβαια μελετᾶ μὲ προσοχὴ καὶ  ἐγρήγορση πνευματικὴ τὴν Ἁγία Γραφή.
Μιὰ λέξη στὴν ἀρνητική της μορφή: «Οὐκ ἠδύνατο»!
Δὲν  μποροῦσε! Δὲν μποροῦσε ὁ Χριστός;
Τί δὲν μποροῦσε; Νὰ κάνει θαύματα δὲν μποροῦσε! Τὸ λέει καθαρὰ ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι...»  (Μάρκ.ς΄5-6).

Εἶχε πάει στὴν πατρίδα του, τὴ Ναζαρέτ, ὁ Κύριος μαζὶ  μὲ τοὺς μαθητές Του. Κι ὅταν στὴ Συναγωγὴ τὸ Σάββατο τοὺς μίλησε, οἱ Ναζαρηνοὶ σκανδαλίστηκαν καὶ μὲ γογγυσμὸ καὶ ἀγανάκτηση ἄρχισαν νὰ κρυφομιλοῦν μεταξύ τους: «Ποῦ τὴ βρῆκε αὐτὸς τέτοια σοφία καὶ δύναμη νὰ  ἐπιτελεῖ θαύματα; Μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ δὲν ἦταν  μαζί μας, μαραγκὸς ἄσημος, ἀπὸ ἄσημους γονεῖς καταγόμενος;». Ψιθύριζαν καὶ ἀπιστοῦσαν, δὲν εἶχαν καμιὰ  διάθεση νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν  Θεό. Τοὺς τὸ εἶπε ἐξάλλου καθαρὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Οὐκ  ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ» (στίχ. 4).
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀρνοῦνται νὰ τιμήσουν ἕναν προφήτη παρὰ μόνο στὴν πατρίδα του. Καὶ ἐλυπεῖτο ὁ Χριστός μας γιὰ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους «καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (στίχ. 6). Ἔνιωθε ἔκπληξη μεγάλη, ἀπορία γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ τελικὰ «οὐκ ἠδύνα- το», δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα, παρὰ μόνο σὲ λίγους ἀρρώστους ἔβαλε τὰ χέρια Του καὶ τοὺς θεράπευσε.
«Οὐκ ἠδύνατο»! Φοβερό, συγκλονιστικό! Ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν πίστη, ὁ
Χριστὸς δὲν μποροῦσε... Βέβαια, πρέπει νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὴν ἔννοια τοῦ ρήματος. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ κάνει θαῦμα,  ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀπιστία τους γινόταν ἐμπόδιο στὸ νὰ ἐνεργήσει ἐπάνω τους αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει πάντοτε  μὲ τὸν παντοδύναμο Κύριο καὶ τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο: Προκειμένου ἡ πανσθενὴς Χάρις Του, ἡ δύναμη, ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια νὰ ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ σκηνώσει μέσα του καὶ νὰ ἐπιφέρει τὰ ἀγαθά της ἀποτελέσματα, χρειάζεται ἀπαραιτήτως ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του. Ἂν αὐτὸς ὁ παράγων δὲν ὑπάρξει, τότε ἡ Χάρις ἀδρανεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει.
Καὶ ἀκριβῶς ἡ συνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ πίστη του. Πίστη στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Πίστη στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του.  Πί τη ζωντανή, ζέουσα, φλογερή. Αὐτὴ εἶναι ἡ δική του συνέργεια.
Τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, μᾶς ὁδηγεῖ μὲ φυσικὸ τρόπο στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ κλειδὶ προκειμένου νὰ δοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας – μὲ ἄλλα λόγια τὸ θαῦμα – τὸ κατέχουμε ἐμεῖς καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ἡ πίστη ἡ δική μας ξεκλειδώνει τοὺς κρουνοὺς τῆς Χάριτος, φέρνει τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀπιστία μας τοὺς κλειδώνει, δένει τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τέτοια ἐξουσία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός: νὰ Τοῦ δένουμε ἢ νὰ Τοῦ λύνουμε τὰ χέρια, νὰ Τὸν ἀφήνουμε ἢ νὰ Τὸν ἐμποδίζουμε νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας.
Πῶς νὰ μπεῖ ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας, ὅταν δὲν Τοῦ ἀφήνουμε περιθώρια; Πῶς νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδά μας, ὅταν ὅλα προσπαθοῦμε νὰ τὰ λύσουμε μὲ τὴ λογική μας καὶ τὶς δικές μας ἐνέργειες; Ἀσφάλειες ἀπὸ δῶ, ἐπενδύσεις ἀπὸ κεῖ, οἰκογενειακοὶ προγραμματισμοὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη (δηλαδὴ «ἕνα παιδὶ καὶ πολὺ εἶναι»), ποῦ περιθώριο γιὰ τὸν Θεὸ μετά; Καὶ ἔπειτα παλεύουμε νὰ ξεπεράσουμε τὶς κρίσεις μας: οἰκονομικές, οἰκογενειακές, κοινωνικές, θεσμῶν, ἀξιῶν. Ἀδιέξοδα ἀπὸ παντοῦ. Σφίξιμο, πνίξιμο. Ἀπελπισία.
Τί πίστη εἶχε ὁ κόσμος παλαιότερα! Γινόταν ξηρασία, ἀνομβρία ἐπὶ μῆνες, κι ἔλεγαν «θὰ κάνουμε λιτανεία». Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε καθορισθεῖ γιὰ τὴ λιτανεία, ἔβγαιναν οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τὰ σπίτια τους – ὁ ἥλιος νὰ καίει πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους – κι ἔπαιρναν μαζί τους καὶ τὶς ὀμπρέλες! Πῶς μετὰ ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ βλέποντας τέτοια πίστη; Ἦταν δυνατόν; Μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ διαψευσθοῦν στὶς ἐλπίδες τους πρὸς αὐτόν; Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ἀσέβεια νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ζωντανὴ αὐτὴ πίστη «ἐξανάγκαζε» τὸν Θεό. Πῶς ὄχι, μετὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέραμε;
Ἂν στὰ ἀδιέξοδά μας, εἴτε προσωπικά, εἴτε οἰκογενειακά, εἴτε τοῦ ἔθνους μας, δὲν βλέπουμε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ξέχασε ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἡ δική μας ἀπιστία, δηλαδὴ ἡ μὴ ἀνάθεση τῆς ζωῆς μας στὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο στὴ λογικὴ καὶ τὴν ἐπιστήμη μας, κλειδώνει τὴ δύναμή Του, τὴν ἐπενέργεια τῆς θείας Χάριτος, τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας.
Ὁ Κύριος εἶναι παντοδύναμος. Τὸ θέμα εἶναι μὲ μᾶς. Θὰ Τοῦ παραχωρήσουμε ἄραγε τὸ δικαίωμα νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας; Θὰ Τοῦ τὴν ἀναθέσουμε μὲ τέλεια ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στὴν ἀγαθή Του πρόνοια;
Τότε θὰ δοῦμε θαύματα. Ἀπανωτὰ θαύματα στὴ ζωή μας.

“Ο ΣΩΤΗΡ” 15 Ἰουλίου 2013
ΑΚΤΙΝΕΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αυτοί στο ΑΚΤΙΝΕΣ προτεστάντες είναι;