Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Ἡ προσωπική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας - Κάλιστος Ware (2)

Συνέχεια από:  Πέμπτη, 14 Απριλίου 2016

Απόσπασματα από το βιβλίο “Πώς να εισέλθω στην καρδιά; Μυστικές αναβάσεις στο όρος του Κυρίου” του Μητροπολίτη Διοκλείας κ. Καλλίστου Ware των εκδόσεων Εν πλω.

Οι Ομιλίες του Μακαρίου: φως, δάκρυα και έκσταση

Οι Ομιλίες πού αποδίδονται στον Μακάριο, στη Δύση είναι περισσότερο γνωστές ως έργα Μάρκου του Μοναχού: Ο Τζών Γουέσλεϋ, για παράδειγμα, ήταν ενθουσιώδης αναγνώστης των Ομιλιών, γι’ αυτό και στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου 1736, γράφει: «Διάβασα τον Μακάριο και έψαλλα». Παρ’ ότι ο όσιος Μάρκος είναι σαφώς αντίθετος με τον Μεσσαλιανισμό, οι Ομιλίες θεωρούνται συνήθως ως έργο μεσσαλιανικό ή ήμι-μεσσαλιανικό. Στην πραγματικότητα όμως, όταν συγκρίνουμε προσεκτικά τον όσιο Μάρκο και τις Ομιλίες, οι αντίστοιχες περί του βαπτίσματος θεολογίες τους δεν είναι και τόσο διαφορετικές. Είναι αλήθεια ότι το πιο γνωστό σύνολο των μακαριανών κειμένων, η συλλογή Πενήντα Πνευματικές Ομιλίες (γνωστό και ως Συλλογή II ή Συλλογή Η) σε μεγάλο βαθμό σιωπά αναφορικά με το μυστήριο του βαπτίσματος. Υπάρχουν όμως αρκετές σημαντικές αναφορές στις άλλες Συλλογές, την Ι (B) και την III (C).

Οι Ομιλίες του Μακαρίου, εν συμφωνία με τον όσιο Μάρκο, βλέπουν το μυστηριακό βάπτισμα ως το θεμέλιο όλης της εν Χριστώ ζωής: «ώστε αληθές ημίν καί βέβαιον τό βάπτισμα καί τήν ζωήν τού πνεύματος εκείθεν λαμβάνομεν».

Οι Ομιλίες συναινούν με τον όσιο Μάρκο και πλειοδοτούν σχετικά με την πληρότητα του βαπτίσματος: «ου τον αρραβώνα της αρρήτου ευεργεσίας επί τού αγίου της μακαρίας τριάδος βαπτίσματος οι πιστεύσαντες εδεξάμεθα, εις αύξησιν καί προκοπήν τής τελείας κληρονομίας καί εις πολλαπλασιασμόν τού ταλάντου τούτο τό μέγα καί άχραντον μυστήριον πιστευθέντες». Αν όμως αποτύχουμε να εργαστούμε σ’ αυτό, τότε κι εμείς παραμένουμε ατελείς και το τάλαντο θα στερηθούμε, λέει αλλού ο ιερός Πατήρ.

Ο όσιος Μάρκος δεν θα έλεγε ότι θα στερηθούμε το τάλαντο, διότι πιστεύει ότι το δώρο της βαπτισματικής χάριτος ποτέ δεν μπορεί να χαθεί εντελώς. Κατά τα άλλα όμως, οι δύο συγγραφείς συμφωνούν: το βάπτισμα είναι «πλήρες» και «τέλειο», αλλά για να γευθούμε τα πλήρη αποτελέσματα τού μυστηρίου πρέπει να δουλέψουμε πάνω στο αρχικό χάρισμα του βαπτίσματος τηρούντες τις εντολές.

Και σε ένα ακόμη σημείο συμφωνεί ο όσιος Μακάριος με τον όσιο Μάρκο: δηλώνει ότι ή δωρεά του Αγίου Πνεύματος προσφέρεται «από της τού βαπτίσματος ώρας».

«Από τοσαύτης τοίνυν λεπτότητος άρχεται η θεία χάρις έν ανθρώπω γίνεσθαι, ώς μή δέ νοείν μηδέ καταλαμβάνει, [...] ώστε αληθές ημίν καί βέβαιον τό βάπτισμα καί την ζωήν του πνεύματος εκείθεν λαμβάνομεν καί εμμενόντων καί προκοπτόντων έν πάσαις αρεταίς, εν πάση σπουδή καί αγώνι αύξει καί φανερούται έν ημίν τελειούν ημάς έν τη ιδία χάριτι».

Αλλά αυτή είναι, όπως έχουμε δει, ακριβώς και η διδασκαλία του οσίου Μάρκου: δια της τηρήσεως των εντολών και του ασκητικού αγώνα μας, η κεκρυμμένη χάρη του βαπτίσματος «αποκαλύπτεται» σταδιακά με όλο τον δυναμισμό της.

Στο ξεκίνημα, λοιπόν, μας διαβεβαιώνει ο ιερός Πατήρ, το Πνεύμα είναι «αοράτως» παρόν, αν όμως εμμείνουμε στην οδό της χριστιανικής υπακοής, τότε σταδιακά θα γευθούμε την παρουσία Του «ενεργώς και πεπληροφορημένως»:

«Καί τή ιδία σοφία ο επουράνιος ιατρός τόν έπουράνιον άρτον (τουτέστιν τήν δύναμιν τού πνεύματος) αοράτως διά τού αγίου μυστηρίου τού “λουτρού τής παλιγγενεσίας” καί τού σώματος τού Χριστού καί διά τών γραφών “τού λόγου τής παρακλήσεως” τρέφει καί θάλπει τήν κεκακωμένην καί εμπαθή ψυχήν, τήν ενέργειαν τού πνεύματος έν δυνάμει καί πληροφορία μηδέπω κεχωρηκυίαν λαβείν, ήτοι διά τήν νηπιότητα ήτοι διά τήν ολιγοπιστίαν ή αμέλειαν. Εκάστη γάρ ψυχή κατά τό μέτρον τής πίστεως εν τώ αγίω βαπτίσματι τής αφέσεως των αμαρτιών τυγχάνουσα την ενέργειαν της χάριτος μεταλαμβάνει, η μέν έν δυνάμει καί πληροφορία, η δέ εν λεπτοτέρα τής χάριτος ενεργεία κατά τήν προειρημένην του αρρώστου παραβολήν καί ούτω κατ’ ολίγον διά πάσης προσοχής καί τής έν ταις αρεταίς επιμελείας τής αοράτου νόσου τών παθών μειουμένης καί τής υγείας τών αρετών του πνεύματος προσγινομένης αποκαθίσταται η τόν Κύριον ζητούσα ψυχή εις τήν κατά φύσιν τής άπαθείας υγείαν τόν έπουράνιον άρτον, αυτήν τήν δύναμιν τού πνεύματος, ενεργώς λοιπόν καί πεπληροφορημένως τρέφεσθαι χωρούσα. Η δέ τοιαύτης χάριτος καταξιωθείσα ψυχή και των παθών κυριεύσασα της βασιλείας όντως τέκνον άξιον αναδείκνυται. Πρόκειται μέν γάρ η έν τώ βαπτίσματι τού πνεύματος χάρις επιφοιτήσαι πλουσίως εκάστω βουλομένη καί τάχιον τελειότητα δυνάμεως θείας δωρήσασθαι επιθυμούσα αλλά κατά τό εκάστου διάφορον τής πίστεως».

Η αντιμετώπιση αυτή είναι λιγότερο σαφής και συνεκτική από αυτή που βρίσκουμε στον όσιο Μάρκο. Επίσης οι Ομιλίες φαίνεται ότι μιλούν για το βάπτισμα των ενηλίκων, ενώ ό Μάρκος έχει υπόψη του κατ’ αρχήν το νηπιοβάπτισμα. Δεν υπάρχει όμως θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ των δύο συγγραφέων. Και οι δύο συμφωνούν ότι προχωρούμε προοδευτικά από μια ασυνείδητη παρουσία της βαπτισματικής δωρεάς του Πνεύματος προς μια συνειδητή επίγνωση της «μετά πληροφορίας και αισθήσεως» (φράση που βρίσκουμε τόσο στις Ομιλίες όσο και στον όσιο Μάρκο).

Πώς απαντούν, λοιπόν, οι Ομιλίες του Μακαρίου στα τρία μας ερωτήματα;

• Οι Ομιλίες σαφώς βεβαιώνουν ότι η ενοικούσα παρουσία του Αγίου Πνεύματος που επιδαψιλεύεται κατά το βάπτισμα είναι στην αρχή ασυνείδητη. Το Πνεύμα είναι παρόν μέσα μας «αοράτως» και ανεπιγνώστως. Ταυτόχρονα όμως, είναι κλήση κάθε βαπτισμένου χριστιανού να προχωρήσει από την ανεπίγνωστη στη συνειδητή επίγνωσή Του, ώστε να γευθεί τη δωρεά τού Πνεύματος «μετά πληροφορίας και αισθήσεως». Εδώ οι Ομιλίες, όπως και ο όσιος Μάρκος χρησιμοποιούν πολύ τη γλώσσα του αισθήματος. Μερικές φορές, οι Ομιλίες περιγράφουν το ανώτερο αυτό στάδιο της συνειδητής επιγνώσεως ως βάπτισμα «έν πυρί καί Πνεύματι», μια φράση που δεν υπάρχει πουθενά στα έργα του οσίου Μάρκου.

• Αυτό το βάπτισμα έν «πυρί καί Πνεύματι» όμως δεν υπονοεί ένα νέο, διακριτό δώρο του Πνεύματος, αλλά κατά τις Ομιλίες, δεν είναι τίποτε άλλο από την ανεπτυγμένη και συνειδητή επίγνωση της δωρεάς του Πνεύματος που είναι σύμφυτη με το ύδωρ τού βαπτίσματος. Όπως και στον Μάρκο, το ύδωρ του βαπτίσματος είναι εκείνο που συνιστά την «πηγή» όλης της έν Πνεύματι ζωής μας.

• Αν οι Ομιλίες και ο Μάρκος φαίνεται ότι μέχρι εδώ ουσιαστικά συμφωνούν, στις αντίστοιχες απαντήσεις τους στο τρίτο ερώτημα υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Οι Ομιλίες δίνουν έμφαση σε ποικίλες εξωτερικές εμπειρίες που συνοδεύουν τη συνειδητή επίγνωση του Πνεύματος, ενώ ο Μάρκος όχι. Ο Μακάριος μιλά, για παράδειγμα, για θεωρία θείου Φωτός την οποία έχει ο φιλοδοξών να ζήσει έν Πνεύματι, και για τον φωτισμό του από «άυλον καί θείον πύρ». Αυτά τα μακαριανά κείμενα που μιλούν για φως και φωτιά είχαν σημαντική επιρροή επί της μυστικής θεολογίας των Βυζαντινών ησυχαστών τού 14ου αί., αξιοποιήθηκαν δέ ιδιαιτέρως από άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359). Οι Ομιλίες επίσης, δίνουν μεγαλύτερη σημασία από τον όσιο Μάρκο στο δώρο των δακρύων. Μόνο εάν θρηνήσουμε θα γευθούμε τη δύναμη του Πνεύματος:
«Εί τις γυμνός εστιν από τού ενδύματος τού θεϊκού καί επουρανίου, όπερ εστίν η τού Πνεύματος δύναμις, ...κλαιέτω καί παρακαλείτω τόν Κύριον, ινα λάβη τό έξ ούρανού πνευματικόν ένδυμα».
Οι Ομιλίες μιλούν σαφώς για εκστατικές εμπειρίες, κάτι που δεν συμβαίνει στον όσιο Μάρκο:
Κάποτε, προσευχόμενος κάποιος περιέπεσε σε κατάσταση έκστασης και βρέθηκε να στέκεται στον ναό ενώπιον τού θυσιαστηρίου. Του προσφέρθηκαν τρεις άρτοι, ζυμωμένοι με λάδι...
Υπήρξαν άλλες περιπτώσεις, συνεχίζει ο Μακάριος, που η επίδραση κάποιου οράματος εσωτερικού φωτός ήταν τόσο δυνατή ώστε ό άνθρωπος έχασε τον έλεγχο του εαυτού του:
«Εν άλλω δε καιρώ αυτό τό φώς τό έν τή καρδία φαίνον, ήνοιγε τό ενδότερον καί βαθύτερον καί άπόκρυφον φώς, ώστε όλον τόν άνθρωπον καταποθέντα εις εκείνην τήν γλυκύτητα καί θεωρίαν, μηκέτι έχειν εαυτόν, αλλ’ είναι ώς μωρόν καί βάρβαρον τώ κόσμω τούτω, διά τήν υπερβάλλουσαν αγάπην καί γλυκύτητα, δια τα απόκρυφα μυστήρια» που του αποκαλύφθηκαν.

Στον όσιο Μάρκο δεν υπάρχουν παράλληλα κείμενα, ενώ σε μια από τις Ομιλίες, υπάρχει ακόμη και πιθανή αναφορά στη γλωσσολαλιά. Ενθυμούμενος την έκχυση του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, ο άγιος Μακάριος λέει: «Περί δέ τών αποστόλων, ότι έκραξαν θέλοντες καί μή θέλοντες ώσπερ αυλός επάν πνέη τό πνεύμα (ώς θέλει ό πνέων ούτω λαλεί ο αυλός), ούτω καί οί απόστολοι καί οί όμοιοι αυτοίς γεννηθέντες άνωθεν καί λαβόντες τό παράκλητον πνεύμα, ώς ήθελεν αυτό τό πνεύμα έν αυτοίς έλάλει».

Η αναφορά σ’ εκείνους που είναι «όμοιοι» με τους αποστόλους υπονοεί ότι η γλωσσολαλιά της Πεντηκοστής συνεχίστηκε και αργότερα στην Εκκλησία. Αυτό πάντως είναι, ένα μεμονωμένο κείμενο, παρόμοιο του οποίου δεν υπάρχει στο σύνολο των έργων του Μακαρίου, άρα δεν θα ήταν συνετό να βασιστούμε υπερβολικά σ’ αυτό.

Εξισορροπώντας το κείμενο αυτό για την Πεντηκοστή, σε άλλες περιπτώσεις οι Ομιλίες καταδικάζουν τις «απρεπείς και συγκεχυμένες φωνές» κατά τη διάρκεια της προσευχής. Πιθανόν ο συγγραφέας να είχε υπόψη κάποιους πολύ «ενθουσιώδεις» μεταξύ των πιο ακραίων Μεσσαλιανών:
«Οί προσερχόμενοι τώ Κυρίω, οφείλουσι τάς ευχάς έν ησυχία καί ειρήνη καί καταστάσει πολλή ποιείσθαι καί ουχί απρεπέσι κραυγαίς καί συγκεχυμέναις... Ούτω καί έν ταίς προσευχαίς εισί τινες κραυγαίς κεχρημένοι απρεπέσιν, ως δή τή σωματική ισχύι πεποιθότες, μή ειδότες τάς κλοπάς τών λογισμών, αλλά νομίζοντες τή ιδία δυνάμει τό τέλειον κατόρθωμα ποιείσθαι».

Ωστόσο, ακόμη κι αν οι Ομιλίες δεν υποστηρίζουν σαφώς τη γλωσσολαλιά, είναι φανερό ότι ο συγγραφέας τους προσδοκούσε ότι η συνειδητή εμπειρία του Πνεύματος θα έχει ως σημείο άλλες εξωτερικές εκφράσεις, δάκρυα, έκσταση και οπτασίες.

(Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το θέμα της γνήσιας θείας Χάρης και της διάκρισης από την πλάνη είναι πολύ μεγάλο. Μια γενική ένδειξη πάντως είναι ότι η γνήσια θεία Χάρη γίνεται αισθητή στον χώρο της καρδιάς και είναι ειρηνική και πλήρης ταπείνωσης και αγάπης. Η πλάνη είναι μια συναισθηματική έξαρση πλήρης κενοδοξίας και ανθρωπαρέσκειας.