Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ (7)

Συνεχίζεται από Πέμπτη, 19 Ιουνίου 2014
ΠΕΡΙ  ΕΥΤΥΧΙΑΣ 

Του Werner Beierwaltes

8. Η Ευτυχία σαν απόλαυση του υπέρτατου Αγαθού και κατοχή τού Θεού. 

Σε μία Ευτυχία κατανοημένη σαν κατοχή αγαθών φαινομενικών και σάν γενική ομολογία «ευτυχισμένος αυτός που έχει αυτό που επιθυμεί», αντιτίθεται αποφασιστικά η θέση του Αυγουστίνου: «Όποιος κατέχει τον Θεό είναι ευτυχής». Αυτή η θέση περικλείει στον εαυτό της όλα τα στοιχεία που συστήνουν την συνθήκη της δυνατότητος τής Ευτυχίας: φανερώνεται το περιεχόμενο, το υπέρτατο είναι (sommo Bonnum) και η υπέρτατη σκέψη (ο Θεός), μαζί με τον τρόπο με τον οποίο αυτό το περιεχόμενο καθίσταται παρόν στον άνθρωπο και παραμένει παρόν στον άνθρωπο. Για να αναλυθούν αυτές οι στιγμές και να διαφωτιστεί ο πλούτος αυτής της θέσεως θα έπρεπε να εκθέσουμε τους βασικούς χαρακτήρες της Θεολογίας του Αυγουστίνου.
Θα περιοριστούμε όμως να δείξουμε ορισμένες πλευρές που ο ίδιος ο Αυγουστίνος υπογραμμίζει μέσα στο πλαίσιο του δικού του ορισμού της ευτυχίας.
Εάν κάποιος λοιπόν «έχει», Θεό, «έχει» ένα όν το οποίο αποσπάται από τον χρόνο και τον χώρο, αμετάβλητο και αιώνιο: «έχει» το καθαυτό Είναι. Να είμαι ευτυχής σημαίνει λοιπόν «να έχω κάτι αιώνιο μέσω τής γνώσεως» να συμμετέχω στο αμετάβλητο Αγαθό ή στο υπέρτατο Είναι (Sommo Bene), να απολαμβάνω την σταθερή και αναλλοίωτη αλήθεια. Η γνώση διαθέτει κάτι αιώνιο ήδη στην ιδέα, καθότι θεμέλιο των ξεχωριστών χρονικών όντων, αλλά στον Θεό, που είναι αμετάβλητο όν, η γνώση διαθέτει το νοητό θεμέλιο, τον τόπο καταγωγής των ιδεών, την πηγή της σκέψης (πολιτεία του Θεού, XII 19).
Μέσον και τέλος λοιπόν του πόθου της ευτυχισμένης, ή μακαρίας ζωής είναι επομένως ο στοχασμός περί της σοφίας και περί της αλήθειας του Θεού, που πραγματοποιείται στην καθαυτή σκέψη σαν αμετάβλητη ενότης. Έτσι μία παραπάνω διατύπωση της θέσεως «όποιος έχει τον Θεό είναι μακάριος», είναι η ακόλουθη: Εάν κάποιος «έχει» Θεό, έχει την αλήθεια ή την ίδια την σοφία, ο Αυγουστίνος εκφράζει αυτή την έννοια μ’έναν τρόπο γεμάτο σημασία: «η μακαρία ζωή είναι η χαρά τής αλήθειας. Αλλά αυτό είναι η χαρά η δική σου, η χαρά για σένα που είσαι η αλήθεια, ο Θεός, το φώς μου, η σωτηρία του προσώπου μου, και ο Θεός μου», και ακόμη: «μόνον η αλήθεια, λόγω της οποίας όλα τα πράγματα είναι αληθινά, μας κάνει ευτυχείς». (Εξομολογήσεις X 23,33).
Θεμέλιο της μακάριας ζωής είναι η απόλυτη αλήθεια και όχι η φανέρωση κάποιας συμπτωματικής αλήθειας ή οποία συστήνει, μαζί με άλλες αλήθειες, τον ιστό μιάς θεωρίας. Η απόλυτη αλήθεια είναι η μορφή, το είδος όλων των ιδιαιτέρων αληθειών, καθολικό θεμέλιο του αληθινού όντος αυτού που υπάρχει στην κτίση. Με τον ίδιο τρόπο αυτή, καθότι η υπέρτατη αναλογία και ομοιότης είναι η «μορφή, το είδος, κάθε ομοιότητος», θεμέλιο και αρχή βάσει του οποίου τα όντα είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια με την Αρχή. Επειδή λοιπόν η αλήθεια είναι η υπέρτατη ομοιότης με τον εαυτό της, η υπέρτατη συμφωνία, μπορεί να κατανοηθεί σαν «μορφή» όλου αυτού που υπάρχει, μία μορφή που δεν έχει καμία ανομοιότητα, μία μορφή που είναι ενιαία με τον πιο έντονο τρόπο και η οποία δίνει μορφή στα όντα.
Η αλήθεια ταυτίζεται με το αναλλοίωτο και το αμετάβλητο για το οποίο μιλήσαμε, δηλαδή με τό καθ’εαυτό Είναι, (ipsum  esse). Το «καθαυτό είναι», είναι η αλήθεια του Θεού. Η έκφραση «καθαυτό είναι, αποτελεί για τον Αυγουστίνο την ερμηνεία «ego sum qui sum», δηλαδή της βασικής εκφράσεως με την οποία ο Θέος αναφέρεται στον εαυτό του. Το «όν» λοιπόν είναι αμετάβλητα ο εαυτός του και αντιτίθεται σε μία κατώτερη μορφή όντος, η οποία καθότι δημιουργημένη και χρονική, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ποτέ ο εαυτός του . [Σήμερα οι ιδιότητες του πρώτου «όντος» σχηματίζουν και συστήνουν το πρόσωπο]. Το «Είναι» λοιπόν είναι το υπέρτατο Είναι (summe o maxim esse) : όχι ακριβώς το υπέρτατο στο εσωτερικό της ιδίας διαστάσεως, αλλά η υπέρτατη ενότης στην πολλαπλότητα. Αυτό είναι το «απλό» διότι θεμελιώνεται στον εαυτό του χωρίς να παράγεται, να γεννιέται (germanum esse). Είναι το «αληθινό» όν διότι παραμένει πάντοτε ο εαυτός του και φυλάσσεται σαν τέτοιο (verum esse). Είναι λοιπόν το «καθαρό και απλό» διότι υπάρχει καθαυτό χωρίς διαφορά και γι’αυτό είναι απλώς ο εαυτός του (simplex ή sincerum esse). Όλες αυτές οι πλευρές του ενιαίου Είναι του Θεού διατηρούνται σταθερές αφού το Θείο Είναι κατανοείται σαν η αλήθεια καθαυτή. Η υπέρτατη συμφωνία με τον εαυτό του, η καθαρή αυτό-ταυτότης. Το κατηγορούμενο «αλήθεια» προσλαμβάνει το αληθινό «είναι» του Θεού, το δικό του «καθαυτό και εις εαυτό Είναι», το δικό του αμετάβλητο και άχρονο παρόν, το καθαρό «Είναι», αλλά μαζί και το δικό του Είναι σαν Αρχή η οποία «παραμένει» εις εαυτή στην πράξη ή ενέργεια με την οποία συστήνει το Είναι. Το Είναι του Θεού γίνεται κριτήριο και έμπνευση για την υπερβατική κίνηση του ανθρώπου [την επιστροφή], «σκέψου τον Θεό και  θα ανακαλύψεις το Είναι εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξει το «υπήρξε» και το «θα είναι». Επομένως για να είσαι και εσύ έτσι, πρέπει να υπερβείς τον χρόνο (ut ergo et tu sis trascende tempus). Πραγματεία στον Ιωάννη Ευαγγελιστή, 38,10.
Εάν κάποιος «έχει τον Θεό, αυτός έχει την αλήθεια και την σοφία. Η σοφία η οποία συμπίπτει με την αλήθεια και με το Είναι καθαυτό είναι ο Χριστός. Γι’αυτόν που «έχει τον Θεό» γίνεται αποφασιστική, δίπλα στις καθαρά Θεολογικές πλευρές, και το «υπέρτατο Μέτρο» (modus summus) και επιπλέον διαθέτει στην σκέψη τον τόπο των ιδεών ο οποίος είναι αμετάβλητος και παρ’όλα αυτά δημιουργικός. Η συμμετοχή σ’αυτόν τον τόπο και η παρουσία του στην γνώση είναι το θεμέλιο της ευτυχίας [ψυχή μου τα έχεις όλα, Φάε, Πίε, Ευφραίνου].
Ο δεσμός που ταυτίζει «Είναι καθεαυτό-αλήθεια, σοφία, Χριστό» μας δίνει να κατανοήσουμε ότι η φιλοσοφική έρευνα της αλήθειας και της σοφίας αναθεωρείται με θεολογικούς όρους και μ’αυτόν τον τρόπο μεταμορφώνεται όσον αναφορά τον διαλεκτικό σκοπό που την χαρακτηρίζει. Οι φιλοσοφικές έννοιες του καθ’εαυτό όντος, του αληθινού είναι και της απολύτου αλήθειας, της άχρονης ενότητος του πνεύματος η οποία εναρμονίζεται με τον εαυτό της, του όντος το οποίο αναφέρεται στον εαυτό του σαν πνεύμα μέσα στις ιδέες του και του Ενός το οποίο είναι απόλυτο στην προ-στοχαστική του απλότητα, όλες αυτές οι έννοιες, προσλαμβάνονται με Θεολογικό κλειδί. Η απόλυτη αλήθεια, η σοφία, το καθαυτό όν, υπολογίζονται μαζί μ’αυτές τις φιλοσοφικές συνέπειες, αλλά παρ’όλα αυτά η σωτηριολογικο-ιστορική πρόθεση που τις χαρακτηρίζει πάει πέραν αυτών των συνεπειών και μεταμορφώνει την πρωταρχική τους σημασία, διότι προσφέρεται και μεταφράζεται από την αυθεντία (auctoritas) και όχι από την νόηση! (ratio)
Συνεχίζεται
Αμέθυστος. 

ΣΧΟΛΙΟ:
''Εάν κάποιος λοιπόν «έχει», Θεό, «έχει» ένα όν το οποίο αποσπάται από τον χρόνο και τον χώρο, αμετάβλητο και αιώνιο: «έχει» το καθαυτό Είναι.''
Αυτό εννοεί ο Κάλλιστος Γουέαρ όταν ισχυρίζεται πώς μπορούμε νά μοιραστούμε τήν Πίστη μας. Τήν '' έχουμε''.
Τίποτε ορθόδοξο δέν υπάρχει στόν Οικουμενισμό. Θά ενωθούν τελικά δύο ίδιες νοοτροπίες. (auctoritas).
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: