Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΣΤΟΝ HEGEL (3)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου 2012

ENRICO BERTI
2. Η «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ» του G. Gentile.
Η ερμηνεία του Hegel που κυριάρχησε στην Ιταλία και η οποία κυριαρχεί ακόμη μέχρι σήμερα, ιδιαιτέρως στα σχολικά εγχειρίδια, γύρω απο τη σκέψη του, είναι εκείνη που τοποθέτησε στη βάση της μεταρρυθμίσεώς του, ο Gentile ακριβώς, της Εγελιανής διαλεκτικής. Αυτή η ερμηνεία, όσον αφορά στις πρώτες κατηγορίες της λογικής, των οποίων η κατανόηση θεωρείται απο τον ίδιον τον Gentile σαν το πιό σκληρό πρόβλημα το οποίο άφησε κληρονομιά ο Έγελος στους διαδόχους του, δέχεται πλήρως την κριτική τού Τρεντέλενμπουργκ. Για τον Gentile πράγματι η θεμελίωση του γίγνεσθαι, όπως εκτίθεται στις πρώτες σελίδες της "Επιστήμης της λογικής", «παραβαίνει την ουσιαστική πρόθεση της Εγελιανής διαλεκτικής, καθότι   εξαντλείται σε μία ανάλυση εννοιών, μέσω των οποίων γίνεται προσπάθεια να ανακαλυφθεί η ταυτότης των αντιθέτων υποκάτω της διαφοράς». Και πράγματι, ανάμεσα στο καθαρό Είναι και στο καθαρό τίποτα, στην ακαθοριστία τους, δέν υπάρχει διαφορά, και γι’ αυτό η παραγωγή τού γίγνεσθαι από το Είναι και από το τίποτα είναι εντελώς αναλυτική, είναι μία προσπάθεια να φανερωθεί εκείνη η ταυτότης ανάμεσα στις δύο έννοιες η οποία και ενυπάρχει σε κάθε μία από αυτές. Ο Hegel δηλαδή, και είναι αναπόφευκτο να το δεχθούμε, έχει μία θολή έμπνευση του γίγνεσθαι, δέν διαθέτει την έννοια. Και δέν διαθέτει την συνθήκη καν της αποκτήσεώς του, διότι αναλύει αυτήν την έννοια, αντί να την πραγματοποιήσει, όπως θα έπρεπε να κάνει, για να την σκεφτεί διαλεκτικά.
            Από την στιγμή που θα ερμηνευθεί μ’αυτόν τον τρόπο ο λόγος του Hegel, δηλαδή σαν αναλυτική απαγωγή, το γίγνεσθαι δέν μπορεί πλέον να θεωρηθεί θεμελιωμένο, διότι από το Είναι και από το τίποτα δέν αντλείται παρά μόνον η απλή ταυτότητά τους, η οποία είναι εντελώς στατική. Το γίγνεσθαι όμως πρέπει να θεμελιωθεί και η θεμελίωσή του πρέπει να είναι διαλεκτικτική. Από εδώ προκύπτει λοιπόν η αναγκαιότης της διόρθωσης του Hegel, της μεταρυθμίσεως της διαλεκτικής του ώστε να κατορθώσει στ’ αλήθεια να παραγάγει το γίγνεσθαι. Ο πυρήνας αυτής της μεταρρυθμίσεως πάντως είναι ο εξής: συνίσταται ουσιαστικώς στην αλλαγή του ξεκινήματος του Hegel, δηλαδή του Είναι και του Τίποτα, τα οποία είναι παντελώς άδεια και ακαθόριστα, και επομένως κατανοημένα σαν απλές σκέψεις, με την δημιουργική ενέργεια της σκέψης.
Κατά τον Gentile πάντως, το Είναι από το οποίο ξεκινά ο Hegel είναι μία αφηρημένη στιγμή της ενέργειας της σκέψης, που μόνον μετά, έπειτα από μία τέτοια στιγμή, καταναλώνεται σαν ενέργεια : και το οποίο, σταθεροποιημένο σ’εκείνην την στιγμή, είναι ένα ελλειπές ξεκίνημα της ζωής: για να μεσολαβηθεί αυτή η στιγμή... θα έπρεπε να υπολογισθεί αυτή η ίδια σαν ενέργεια της σκέψης! Αλλά εάν τοποθετηθεί στην αρχή η ενέργεια της σκέψης, οι πολλαπλές κατηγορίες της διαλεκτικής, συμπεριλαμβανομένων τού Είναι, του τίποτα και του γίγνεσθαι, καταλήγουν όλες σε μία μοναδική κατηγορία, εκείνην της ενέργειας, και δέν έχει πλέον καμμία σημασία να μιλήσουμε για διάκριση ή απαγωγή αυτών. «Στην ενέργεια της ιδέας, που είναι γίγνεσθαι, η έννοια (σκέψη)... υπάρχει το γίγνεσθαι... του Είναι».  Θα μπορούσαμε επομένως να αποδείξουμε πως όπου, στην Εγελιανή διαλεκτική, βλέπεις την διαλεκτική, έχεις την αληθινή ανησυχία της σκέψης, και επομένως την ενότητα, η οποία δέν πολλαπλασιάζεται πλέον, διότι είναι άπειρη, της κατηγορίας. Και όπου συναντάς απέναντι σου την διαφορά, την ποικιλία των κατηγοριών, τερματίζει η διαλεκτική της σκέψης και ανατέλλει η νεκρή περατότης του νοημένου, όπως στην αρχαία διαλεκτική. Από εδώ αρχίζει να ξεδιπλώνεται υποκειμενικά ο χαρακτηριστικός ιδεαλισμός του Gentile, σύμφωνα με τον οποίον «η διαλεκτική σ’αυτήν την ενέργεια (της σκέψης) βλέπει την ρίζα του Όλου. Λόγω του γεγονότος πως οτιδήποτε υπάρχει, είναι εξαιτίας της σκέψης, και η σκέψη είναι η ίδια κοσμογονία».
            Είναι δυνατόν όμως πιά να φανερώσουμε πως αυτή η ερμηνεία, όπως και εκείνες όσων προηγήθηκαν, όλων δηλ. των μεταρρυθμιστών της Εγελιανής διαλεκτικής, ιδιαιτέρως δέ του Φίσερ και του Σπαβέντα, οι οποίοι είναι αυτοί που προηγήθηκαν του Gentile σ' αυτή τήν κατεύθυνση, πάσχει απο το ίδιο ελάττωμα που φανερώσαμε στον Τρεντέλενμπουργκ, δηλαδή τής διαφεύγει η αληθινή στιγμή, η οποία δέν είναι αναλυτική αλλά διαλεκτική, της Εγελιανής διαπραγματεύσεως, η ανάγκη της αρνήσεως. Ο Gentile στηρίζεται σε ένα χωρίο της παραγράφου 88 της "Εγκυκλοπαίδειας", που λέει: «αυτό είναι ένα απο τα πιό δύστροπα μέρη του χρέους της σκέψης : διότι το Είναι και το τίποτα είναι η αντίθεση σε όλη την αμεσότητά της, χωρίς να τίθεται στο ένα οποιοσδήποτε καθορισμός που να περιέχει την σχέση του με το άλλο. Αλλ’ όμως περιέχουν αυτόν τον προσδιορισμό, όπως απεδείχθη στην προηγούμενη παράγραφο (ο Gentile μάλιστα ανταλλάσσει αυτή την τελευταία πρόταση με την ακόλουθη: «δέν περιέχουν κανέναν προσδιορισμό»), έναν προσδιορισμό που είναι ίδιος και στα δύο. Η απαγωγή της ενότητός των είναι λοιπόν εντελώς αναλυτική. Όπως και η πρόοδος της φιλοσοφίας, καθόσον μεθοδική, δηλαδή αναγκαία, δέν είναι τίποτε άλλο παρά η καθαρή έκφραση αυτού που περιέχεται ήδη σε μίαν έννοια». Και ο Gentile σχολιάζει : «Μία δήλωση αμφιβόλου Εγελιανής γεύσεως, εάν η λογική του Hegel θέλει να είναι διαλεκτική. Καθότι η αναλυτική ανάπτυξη είναι η (φαινομενική) ανάπτυξη της αριστοτελικής λογικής, η οποία στηρίζεται από την αρχή της ταυτότητος. Όταν η αληθινή Εγελιανή πρόοδος είναι η σύνθεση a priori, τότε δέν ενώνεται λοιπόν το ταυτόσημο, αλλά το διαφορετικό».
            Αλλ’ όμως ο ταυτόσημος προσδιορισμός, ο οποίος ενυπάρχει στο Είναι και στο Τίποτα και ο οποίος δέν έχει τεθεί ρητώς ακόμη, δέν είναι το γεγονός πως δέν περιέχει κανέναν προσδιορισμό, διότι αυτό έχει ρητώς τοποθετηθεί, αλλά όπως δηλώνει και ο Hegel, η σχέση κάθε όρου με τον άλλον, δηλαδή, όπως ειπώθηκε στήν προηγούμενη παράγραφο στήν οποία και μας παραπέμπει ο Hegel, η σημασία την οποία δέχονται αυτοί οι όροι στην συνέχεια, δηλαδή το γεγονός πως είναι στιγμές τού γίγνεσθαι.
            Έτσι, η σχέση ανάμεσα στο Είναι και στο Τίποτα, η οποία περιέχεται σ’ αυτά αρρήτως και δέν έχει τεθεί ακόμη ρητώς, είναι ακριβώς η άρνηση την οποία επιτυγχάνει το καθένα τους απέναντι στο άλλο, και επομένως λόγω της ταυτότητός του με το άλλο, η οποία οφείλεται στην απροσδιοριστία και των δύο απέναντι στον εαυτό τους. Λόγω αυτής της αρνήσεως λοιπόν το Είναι και το τίποτα θα παρουσιαστούν στην συνέχεια σαν απλές στιγμές, δηλαδή ακυρωμένοι όροι. Αυτή η άρνηση περιέχεται αρρήτως στο Είναι  και στο Τίποτα. Ενώ στο γίγνεσθαι τίθεται ρητώς. Η ρητή τοποθέτησή της είναι λοιπόν, από την πλευρά της εκθέσεως, μία αναλυτική πρόοδος, η οποία ανάλυση φανερώνει ακριβώς την ακύρωση, την άρνηση εκείνων των όρων, ώστε τελικώς η αναλυτική παρουσίαση να είναι μία διαλεκτική πρόοδος.
            Μπορεί να εγερθεί η αντίρρηση σ’αυτό το σημείο, πως μ’ αυτόν τον τρόπο ορίζεται μία ανισότης ανάμεσα στην μορφή της εκθέσεως, η οποία είναι αναλυτική, και στο περιεχόμενό της, το οποίο είναι διαλεκτικό. Μία τέτοια ανισότης όμως είναι αναγκαία, καθώς η μορφή της παρουσιάσεως δέν μπορεί να είναι παρά η πρόταση, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο, και αφ’ ης στιγμής μία τέτοια πρόταση εκφράζει την ταυτότητα ανάμεσα στους δύο όρους, δηλαδή το αφηρημένο γεγονός πως έχουν και οι δύο τον ίδιον προσδιορισμό, αυτή η ανισότης δέν κατορθώνει να εκφράσει και την διαφορά τους, δηλαδή την διαλεκτική τους σχέση, το γεγονός πως τελικώς ο καθορισμός που έχουν από κοινού είναι η αμοιβαία τους άρνηση.
Αυτής της αναγκαίας δυσαναλογίας έχει συνείδηση και ο ίδιος ο Hegel, ο οποίος εκτός τής "Εγκυκλοπαίδειας" και στην "Επιστήμη της λογικής", στα αντίστοιχα κεφάλαια, δείχνει πως η πρόταση με την οποία ιδρύεται η ταυτότης του Είναι και του Τίποτα περιέχει περισσότερα από όσα κατορθώνει να εκφράσει, διότι γενικώς «η πρόταση με την μορφή κρίσεως, δέν μπορεί να εκφράσει τις διαλογικές αλήθειες». Αυτό που περιέχει και δέν εκφράζει είναι η διαφορά ανάμεσα στο Είναι και στο Τίποτα, το γεγονός δηλαδή πως το ένα είναι η άρνηση του άλλου, διαφορά η οποία, εκφρασμένη στους όρους είναι και τίποτα, είναι μόνον αντικείμενο γνώμης ή ανεκφράστου προθέσεως, αλλά που στο γίγνεσθαι τίθεται ρητώς: «στο γίγνεσθαι λοιπόν, το Είναι και το τίποτα είναι σαν διαφορετικά» ("Επιστήμη της λογικής" Ι σ. 77-78). Αυτό τελικώς, στο οποίο η σχέση ανάμεσα στο Είναι και στο Τίποτα εκφράζεται αποτελεσματικώς, δέν είναι η αφηρημένη πρόταση η οποία εκφράζει την ταυτότητά τους, αλλά η συγκεκριμένη πρόοδος του γίγνεσθαι.
(Συνεχίζεται)

Ο "Κάθε Ενδιαφερόμενος" μπορεί νά δεί τό θέμα:


Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: